fbpx
Ο ΡΙΤΣΟΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΣΚΑ

Ο ΡΙΤΣΟΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΣΚΑ

της Ανθούλας Δανιήλ

 

Δεν είναι άμοιρο σχολιασμού το ότι ο Γιάννης Ρίτσος, εκτός από την ποίηση, τη ζωγραφική και τη μουσική, αγαπούσε και το θέατρο. Το 1945, μάλιστα, βρέθηκε στα βουνά με το «Θέατρο του Λαού της Αθήνας», όπου έκανε και τη γνωριμία του με τον Άρη Βελουχιώτη. Κι αυτή, βεβαίως, δεν ήταν η μόνη σχέση του με το θέατρο. Γιατί είναι γνωστό ότι ο Ρίτσος έγραψε θέατρο και οι θεατρικοί του ήρωες γνώρισαν την επιτυχία του πάλκου. Κι οι ήρωες αυτοί, πρόσωπα μυθικά, κατά κύριο λόγο, με τη σειρά που φανερώθηκαν και στη χρονική στιγμή που αναδύθηκαν από την αχλή του μύθου, απετέλεσαν τη μάσκα, ή το προσωπείο, του εαυτού του. Το πρόσωπο, το όνομα και οι περιπέτειές του, δηλαδή, του επέτρεψαν να γίνει συγχρόνως ήρωας και αντιήρωας της ιστορίας, δρων πρόσωπο και θεατής του εαυτού του, που του έλαχε να πάθει και να μάθει πολλά, να σκαλίσει τα οικεία κακά μέσω της δικής τους περιπέτειας.

Τα μυθικά του πρόσωπα, λοιπόν, μιλούν για τη δική του ζωή όταν εκείνος μιλά για τη δική τους. Καβαφική η μέθοδος και δοκιμασμένη. Η Ιστορία τού παρέχει το κατάλληλο σκηνικό για να πει την άποψή του. Τα έπαθαν και άλλοι αυτά, τα είπαν και άλλοι και, με τον τρόπο του, θα τα πει και ο Ρίτσος, θα δώσει απάντηση στο ερώτημα που είχε απασχολήσει τον πνευματικό κόσμο, «τι πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης απέναντι στους θρησκευτικούς φανατισμούς που είχαν εξαπολύσει οι πολιτικές ορθοδοξίες του καιρού», κατά τη διατύπωση του Γιώργου Σεφέρη[1]

Ο Ρίτσος, απόλυτα σαφής και πάντοτε παρών, θα κάνει το χρέος του. Και κάποια στιγμή ο ηρωικός του αντίλογος θα γίνει αντιηρωικός. Ιδίως στην περίοδο 1968-1971, όταν νέες πολιτικές περιπέτειες και προβλήματα υγείας θα του δώσουν το έναυσμα. Διότι εκτοπισμένος, από το 1967 έως το 1971, στη Γυάρο, στο Παρθένι της Λέρου και σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο, θα έχει τον χρόνο να επιχειρήσει τη δική του ιστορική ανασκόπηση και αναθεώρηση. Τα παλιά μοτίβα και οι χρησιμοποιημένες φόρμες θα επανέλθουν στις νέες του συνθέσεις. Μόνο που τώρα ο σαρκασμός, η ειρωνεία και τα στοιχεία του παραλόγου θα είναι έντονα. Και τούτο συμβαίνει γιατί ο ποιητής περνά κρίση. Κρίση υγείας, κρίση φίλων και ιδεολογίας, κρίση μοναξιάς και ματαιότητας των πάντων, πράγμα που βιώνει δραματικά. Τότε είναι που οι μορφές του παρελθόντος, ο Αγαμέμνων, η Χρυσόθεμις, η Ελένη, ο Αίας, θα επανέλθουν στο προσκήνιο για να θέσουν ερωτήματα επαναπροσδιορισμού της ζωής και του νοήματος του αγώνα.

Τα μυθικά πρόσωπα του Ρίτσου μοιάζουν με τα έξι πρόσωπα του Πιραντέλο που ζητούν συγγραφέα γιατί αντιμετωπίζουν υπαρξιακό πρόβλημα.  Έτσι, φαντάσματα της περασμένης ζωής, σοφά «με τόση πείρα» από τη γνώση που έχουν, όσοι έχουν περάσει από την άλλη όχθη της ζωής, επανατοποθετούν το παλιό πρόβλημα σε νέα βάση. Του δανείζουν τη σκευή τους και τον διευκολύνουν να μιλήσει για τη δική του περιπέτεια ζωής και πνεύματος, να γίνει πρωταγωνιστής, ήρωας και αντιήρωας, να ξαναζήσει και να σχολιάσει, να κρίνει και να απογοητευτεί.

Η Ιστορία έρχεται στο προσκήνιο μέσα από τις συνθέσεις του και, όπως λέει και η Χρύσα Προκοπάκη, «αν κάποιος θα ’θελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα, θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό»[2].

Αυτής της περιόδου, μια πικρή, σαρκαστική, σκεπτικιστική γεύση μάς δίνει το ποίημα που ακολουθεί.

Ο Ηρακλής κ’ εμείς

Μεγάλος και τρανός, σου λένε, τέκνο του Θεού, κ’ ένα σωρό δασκάλοι από  

  πάνω:

Ο γέρο-Λίνος, γιος του Απόλλωνα, ναν του μαθαίνει γράμματα·

  Ο Εύρυτος

την τέχνη του τοξότη· ο Εύμολπος, γιος του Φιλάμωνα,

τραγούδι και λύρα· και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιος του Ερμή,

  ο Αρπάλυκος

που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,

τούμαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: την τρικλοποδιά·

  με τούτην

κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και στα

   Γράμματα ακόμα.

Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους με δικιά μας μόνο θέληση,

μ’ επιμονή κ’ επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου

δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες

περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος,

   κι αν αδέξιοι

μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν

κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.

Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες – πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι –

πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο τον

     Ξενοφώντα

(23.ΙΙΙ.68)

Το παραπάνω ποίημα ανήκει στη δεύτερη ενότητα της συλλογής Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα  και γράφτηκε, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο ποιητής, στις 23 Μαρτίου του ’68, όταν ήταν εξόριστος στο Παρθένι της Λέρου. Μέρες εθνικής έξαρσης, λόγω της παλιγγενεσίας που σε δυο μέρες έρχεται, και σκεπτικισμός που μας πάει κατευθείαν στο «Πάρθεν» του Καβάφη τον Μάρτιο του 1921.

Θα μπορούσαμε άνετα να χωρίσουμε το ποίημα σε δύο μέρη· το πρώτο, με τον μυθικό ήρωα σε πρώτο πλάνο, και το δεύτερο, με το «εμείς», για να δούμε τον μύθο και την κρυμμένη πίσω του αλήθεια, όπως μας λέει και ο Κάλβος, αλλά και την Ιστορία που επαναλαμβάνεται, όπως λέει η πείρα και η λαϊκή σοφία.

Κοιτάζοντας τα «τρανά» ονόματα (του Σικελιανού το επίθετο), των φοβερών δασκάλων του Ηρακλή, θαυμάζουμε. Πρώτον γιατί ως «τέκνο Θεού», ως θεός, έχει κληρονομικά όλα τα ταλέντα και δεύτερον, και «τέκνο Θεού» να μην ήταν, με τέτοιους δασκάλους επόμενο είναι να πρωτεύσει. Στα γράμματα, στις καλές τέχνες, στις πολεμικές και στην τρικλοποδιά. Εδώ βρίσκεται και η ουσία της αξιοκρατικής διάκρισης του θεϊκού γόνου. Με την τρικλοποδιά

με τούτην

κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη, και

στα Γράμματα ακόμα.

Η έμφαση, «με τούτην», δεν είναι τυχαία, αντίθετα είναι αρκετά σαφής, έστω και πίσω από τη μυθολογική της μάσκα. Ο σαρκασμός επίσης, η ειρωνεία το δίχως άλλο. Ό,τι και να είσαι, όποιον δάσκαλο και να έχεις, η τρικλοποδιά είναι το μέσον να αναρριχηθείς στον χώρο.

Και τώρα ας περάσουμε στο «εμείς».

Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο

θέληση,

μ’ επιμονή κ’ επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου

δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια.

Εδώ ο ποιητής δείχνει εκείνο το «τραγικά αυτοδίδακτοι», που έλεγε ο Σεφέρης, και νιώθει υπερήφανος. Ωστόσο, νιώθει πικρία, για την «τρικλοποδιά», στην οποία με υπερηφάνεια αντιπαραθέτει τις δικές του περγαμηνές: τη Μακρόνησο, τη Γυάρο, τη Λέρο. Στις πράξεις του που έγιναν με τη δική του «μόνο θέληση», και συνθέτουν ένα curriculumvitae, για το οποίο κρατά ψηλά το κεφάλι.

Η υποθετική πρόταση που ακολουθεί, η απλή σκέψη του λέγοντος, ας πούμε,

Κι αν αδέξιοι μια μέρα σάς φανούν οι στίχοι μας,  

μας θυμίζει τους «ποιητές άδοξοι που ’ναι» του Καρυωτάκη και επανέρχεται αργότερα στην «Τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία»:

Μεθαύριο / που θα περνάτε μες στον ήλιο με σημαίες κι εργαλεία / μπορεί και κάποιος να σταθεί και να ρωτήσει: /

«Ποιος νάγραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;» /

και κάποιος ίσως να θυμάται και να πει: «Ο Γιάννης Ρίτσος – ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας».

Η πρόταση, λοιπόν, αυτή φέρνει στην επιφάνεια την έγνοια για την επιβίωση του έργου. Κι επειδή οι συνθήκες δεν είναι αμελητέες, προβαίνει σε ακόμα μια διευκρίνιση:

θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν

κάτω από τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.

Σαν Εσταυρωμένος Χριστός, με τη λόγχη του Ρωμαίου φρουρού στο πληγωμένο σώμα του, ένα σώμα που καταφέρνει να ξεγλιστρά από τον θάνατο, σαν το κυκλάμινο που βρίσκει χρώματα κι ανθεί και μίσχο και σαλεύει στου βράχου τη σχισμάδα, σαν την πληγωμένη πατρίδα, σαν τον Άδωνη που ο ποιητής του θρηνεί:

Η ομορφιά σου είναι πληγή στο πλευρό του κόσμου[3].

Οι πληγές του, λοιπόν, είναι η ομορφιά του και τα ξερονήσια, που είχαν την τιμή να γίνουν οι γενέθλιοι τόποι των στίχων του.

Γι’ αυτό και οι στίχοι, με τη λόγχη στο πλευρό του, κάτω από το βλέμμα του φρουρού, είναι αδέξιοι και γυμνοί από μελίσματα. Αλλά και οι εποχές δεν είναι κατάλληλες για τέτοια. Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η προτροπή του να δούμε τους στίχους του «γυμνούς, έτσι όπως είναι». Όσο για την αναφορά του στον αρχαίο ιστορικό

πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο τον

Ξενοφώντα        

είναι σοφά επιλεγμένη και καθόλου τυχαία. Μ’ αυτήν περνάει στη θέση εκείνου που του έπεσε ο τραγικός κλήρος να ζήσει τη συμφορά του Πελοποννησιακού Πολέμου, να ζήσει τον λιμό, να είναι αυτόπτης μάρτυς των συμφορών που εξιστορεί, να ζήσει εξόριστος. Κατά πικρή σύμπτωση η ζωή του Ρίτσου μοιάζει σε όλα με του Θουκυδίδη. Γιατί και ο Ρίτσος έζησε όλα τα δεινά: πόλεμο, εμφύλιο, διωγμό, εξορία και τον λιμό της Αθήνας το 1942, οπότε και κινδύνεψε να πεθάνει. Κι ακόμα και οι δύο έχουν γράψει «Επιτάφιο», ο Θουκυδίδης για τους νεκρούς του πολέμου, που όμως γίνεται ύμνος στην Αθήνα, και ο Ρίτσος για τον νεκρό διαδηλωτή που, όμως, γίνεται έπαινος και θρήνος για τον πεσόντα σε κοινωνικό αγώνα λεβέντη, ή «Άσμα ηρωικό και πένθιμο», κατά τον τρόπο του Ελύτη. Η τραγικότητα των στιγμών, ο εμφύλιος σπαραγμός, η κατεστραμμένη πατρίδα, ο θρήνος και ο έπαινος, όλα δωρικά, λιτά, μεταποιούνται σε στίχους, χωρίς ωραιοποιήσεις.

Ας επανέλθουμε στον ρωμαλέο Ηρακλή και στο τυπικό ερώτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής μ’ αυτό το ποίημα;» Είναι σαφές πως εκείνο που τον βασανίζει δεν είναι το πολιτικό μας πρόβλημα. Τουλάχιστον δεν είναι αυτό μόνο. Η ματιά του Ρίτσου δεν είναι μικροσκοπική. Είναι μακροσκοπική, περισκοπική. Στο περισκόπιό του βρίσκεται όλος ο κόσμος και ο ελληνικός με όλο το παρασκήνιο. Εδώ που έφτασε, με τόση πείρα ήδη το έχει καταλάβει «οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Είναι άραγε άσχετη η «τρικλοποδιά» με το βραβείο Νομπέλ για το οποίο προτάθηκε το 1968 και έκτοτε άλλες οκτώ φορές, χωρίς να του δοθεί; Ωστόσο πολλά άλλα βραβεία του δόθηκαν. Του Ρίτσου δεν του έλειψαν οι τιμές, τιμές που αφορούν και το έργο και τον άνθρωπο και τον αγωνιστή.

Από την απόσταση των εκατόν τεσσάρων χρόνων από τη γέννησή του και των είκοσι τριών από τον θάνατό του, δείχνει να μας σκουντά στον ώμο, να μας χαμογελά και να μας τραγουδά:

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα

και με τρικλοποδιές, βεβαίως.



[1] Βλ. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, τ. α’, «Η τέχνη και η εποχή», σελ. 264.

[2] Βλ. Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000, σελ. 9.

[3] Βλ. Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, Σίδνεϋ Κηζ, «Θρήνος για τον Άδωνη», σελ. 137.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.