fbpx
Γιώργος Λίλλης: «Ίχνη στο χίονι»

Γιώργος Λίλλης: «Ίχνη στο χίονι»

Διχόνοια: διχο- (διχα, «σε δυο μέρη, χωριστά» δις)+ -νοια, νους. Δύο ξεχωριστά μυαλά. Δύο ξεχωριστές σκέψεις. Δύο διαφορετικές απόψεις. Το διαφορετικό το γεννά ο αντίλογος. Για να υπάρχει αντίλογος, αναγκαία καθίσταται η ύπαρξη τουλάχιστον δύο μερών. Αναγκαία καθίσταται η εκ των θεμελίων διαφορά. Μάλλον κάπως έτσι προκύπτει κι ένα καλό μυθιστόρημα.

Ο λόγος για το βιβλίο του Γιώργου Λίλλη Ίχνη στο χιόνι και το οδοιπορικό δύο ανθρώπων στις μνήμες του Εμφυλίου, στον απολογισμό και την κριτική διάσταση αυτού στον παρόντα χρόνο, στα άγραφα μαγειρέματα του μέλλοντος για την κοινωνία, τον Άνθρωπο και την εσώτερη φύση του. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο και εμπνευσμένο από τον αντίλογο, δηλαδή τις διαφορετικές πλευρές και πεποιθήσεις, τα διαφορετικά χρονικά επίπεδα, τις διαφορετικές γενιές, την επικείμενη ανατροπή των αρραγών ισορροπιών. Τα παραπάνω είναι αυτά που συνθέτουν τις αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις, των ανταρτών από τη μια και της Εθνοφρουράς από την άλλη, το γερά θεμελιωμένο οικοδόμημα διχόνοιας μεταξύ αδελφών («αδελφός να σκοτώνει αδελφό», σελ.53), την εξομολόγηση και απολογία του παρελθόντος από τον Περικλή Αδάμου, μάρτυρα του Εμφυλίου Πολέμου, προς το αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον ενός εκπροσώπου του παρόντος, το οποίο αποτυπώνεται στο πρόσωπο ενός φοιτητή Πολιτικών Επιστημών ονόματι Γιάννη.

Αναντίρρητα, η φράση που εκφέρει ο Γιάννης (σελ.34): «Σπουδάζω Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο», προβάλλει και κινεί μια πρώτη μορφή νοητής σύγκρουσης, τη διάσταση γενεών.
Διάλογος Περικλή και του υποψήφιου διδάκτορα, Γιάννη, σελ.28:

Γ: Ο τόπος βρίθει από θρύλους και έθιμα.

Π: Πώς το είπες αυτό;

Γ: Ποιο;

Π: Αυτή τη λέξη...

Γ: Βρίθει;

Π: Ναι, τι είναι πάλι αυτό;

Διάλογος μεταξύ Γιάννη και Περικλή, σελ.34:

Γ: Και οι πολιτικές επιστήμες ασχολούνται με τα θέματα των πολιτικών φαινομένων.

Π: Όπως ο πόλεμος.

Γ: Και η επίδρασή του στην κοινωνία.

Π: Καλό ακούγεται.

Γ: Θεωρητικά.

Η ιδιότητα του Περικλή και η περιγραφή αυτής ως φοιτητή μάς υπενθυμίζει αφενός την αγχώδη προσπάθεια, ξέφρενη κι άλλες φορές αλλότρια εφαρμόζουσα καθοριστικότητα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας να προετοιμάσει τα «παιδιά» της για τον «ασφαλή» όρμο μιας ανώτατης σχολής, κι αφετέρου τη σύγκρισή της με μια άλλου είδους προσπάθεια, αυτής της γενιάς του Περικλή: την αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης ή όπως πολύ όμορφα το ονομάζει ο φιλόσοφος Thomas Hobbes, την αντιμετώπιση του φυσικού φόβου (homo homini lupus, «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος»), όταν δεν υπάρχει κυρίαρχος. Η διαμάχη μεταξύ των δύο πολιτικών παρατάξεων για κυριαρχία και επικράτηση εμπεριέχει σκηνικά «βεντέτας» ή «αντιποίνων», γεγονός που αναβιώνει τον φυσικό φόβο, δηλαδή τον φόβο του θανάτου: η ζωή σου υπό αίρεση. Υπάρχει απεριόριστη ελευθερία για οποιαδήποτε κτηνωδία. Με εξαιρετική μαεστρία, λοιπόν, ο Γιώργος Λίλλης εισάγει το προκείμενο είδος αυτής της ανθρώπινης φύσης ήδη από την πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος: Οι γονείς του δεκάχρονου Περικλή Αδάμου δολοφονήθηκαν στις 2 Μαρτίου 1948, ενώ παράλληλα φιλοδοξεί να τονίσει περισσότερο το περίγραμμα του αντίλογου, της σύγκρουσης διαφορετικά.

Εν τοιαύτη περιπτώσει, αναδύεται από μια «θάλασσα διαμάχης» κι αυτή η μορφή σύγκρουσης. Η πιο γνωστή σε όλους. Πρόκειται, ίσως, για τη μεγαλύτερη αντιπαράθεση που ταλάνισε ανηλεώς την ελληνική κοινωνία (1946-1949). Η περιγραφή των εσωτερικών συγκρουσιακών στοιχείων της κοινωνίας του 1948 μεταφράζεται σε ρυθμικούς διηγηματικούς κτύπους, που αποτολμούν την εκπομπή διαθέσεων γαντζωμένων από στοιχεία ωμότητας, αφαιρετικότητας, λιτότητας, εξαγνισμού ή κάθαρσης. Πώς αλλιώς, άλλωστε; Ο Ελληνικός Εμφύλιος μεταξύ ανταρτών και Εθνοφρουράς θα σημάνει την ποικιλία ζοφερών κτηνωδιών, για την οποία ζυγίστηκαν και βρέθηκαν υπόλογες εκάτερες παρατάξεις: εξαθλίωση ανθρώπινης φύσης και ανθρώπινων συναισθημάτων, θεμελίωση της μήτρας του μίσους, διωγμοί, ανερχόμενο προσφυγικό πρόβλημα, ανείπωτα βασανιστήρια, αλλαγή ανθρωπογεωγραφίας της Ελλάδας, απάνθρωπη μεταχείριση γυναικόπαιδων. Ο Λίλλης δοκιμάζεται σε αυτό το σημείο. Όντας ο αληθινός συνεντευκτής του «Περικλή», καλείται να εξιδανικεύσει, να κατακρίνει ή να κρίνει αποστασιοποιημένα τον ρόλο των παρατάξεων και τη συμπεριφορά του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας. Μήπως στέκεται αμήχανα απέναντι στις ελληνικές φρικαλεότητες εξυμνώντας την «πιο αριστερή πλευρά»; Μήπως αποφεύγει να βρεθεί αγχέμαχος με τα κριτήρια, τα οποία ισχύουν για όλους και βάσει των οποίων καθίσταται κανείς εγκληματίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Με λίγα λόγια, αναζητά την εύκολη λύση στην εξύμνηση της Αριστεράς; Κατηγορηματικά, όχι.

Αναντίλεκτα, η βασική μορφή στην οποία αποκρυσταλλώνεται το θέμα και η ροή του μυθιστορήματος είναι ο μικρός Περικλής, ο οποίος τυγχάνει να ανήκει σε μια οικογένεια ανταρτών. Πόσο αφελές θα ήταν, πάραυτα, να υποθέσει κανείς πως η βίωση και έπειτα περιγραφή των εικόνων από τον ίδιο τον Περικλή –ηλικιωμένο πια– αποσκοπεί στην ηρωοποίηση της Αριστεράς και τον αίνο προς αυτή! Το αντάρτικο δεν εξυμνείται μέσα από τις δυσκολίες ενός παιδιού και τη μάχη του για επιβίωση, ούτε μέσα από το κυνηγητό που εξαπολύουν τα μέλη της Εθνοφρουράς. Ο Περικλής δεν ηρωοποιείται ηρωοποιώντας ιδεολογίες. Συν τοις άλλοις, ο μικρός Περικλής δεν γίνεται μάρτυρας μονάχα των δικών του παθών, αλλά και των αντιπάλων του. Ως ακροατής διαπιστώνει το άγριο φονικό που μόλις διέπραξαν οι προστάτες-αντάρτες του: το αγόρι τούς κοιτούσε ανέκφραστο. Το είχαν βρει τα χαράματα κουλουριασμένο, να τρέμει από τον φόβο (σελ.134). Στο μυαλό του Περικλή ο διαχωρισμός καλών-κακών δεν γίνεται με κριτήριο ποιος το προστατεύει, αλλά των αλαλαζουσών εικόνων βιαιοπραγίας. Ως «μικρός» Περικλής το εκφράζει συσπώντας τους μυς του προσώπου του, ως «ηλικιωμένος» Περικλής συσπά τους μυς των φωνητικών χορδών του: «Υπήρχε το κακό και υπήρχε και το καλό… Άργησα να καταλάβω ότι όλοι στο ίδιο καζάνι βράζαμε» (σελ.90). Η μικρή αναφορά του Περικλή στη μετέπειτα πολιτική δράση των νεανικών του χρόνων στο πλευρό των αριστερών δεν απλώνει μελοδραματικές δάφνες σε αριστερόχρωμους βατήρες. Αντιθέτως, επιβεβαιώνει την παροδική μεταμόρφωσή του σε άνθρωπο-φερέφωνο, που χάνει για λίγο τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ καλού και κακού: «Είχα γίνει κομματόσκυλο… με είχαν στα όπα όπα» (σελ.90).

Η εκθειαστική περιγραφή βίαιων σκηνών ξεγυμνώνει το κεντρικό ζήτημα του μυθιστορήματος, την τρίτη μορφή σύγκρουσης που πραγματεύεται, τη σύγκρουση εντός της ανθρώπινης φύσης. Είναι η στιγμή που διαφαίνεται το μεδούλι της επιτυχίας του μυθιστορήματος: «Το αίμα είχε πιτσιλίσει τους τοίχους και σιγά σιγά λίμναζε στο δάπεδο… Άρχισε να τραβά τα μαλλιά της, να μπήγει τα νύχια στις σάρκες της, να οδύρεται. Έπεσε πάνω του, βάφτηκε με τα αίματα. Της ήρθε αναγούλα και ξέρασε δίπλα του» (σελ.132). Δεν υπάρχει ντροπή απέναντι στη σάρκα. Ας μη γινόμαστε τρομολάγνοι απέναντι σε αυτό που υπάρχει κάτω από το δέρμα. Η αλήθεια και η αξία του ανιχνεύεται πάντα σε αυτό που χύνεται: το αίμα, ο ιδρώτας, τα περιττώματα, τα σπερματικά υγρά. Εκεί μονάχα το ανθρώπινο σώμα «ζέχνει» και όταν ζέχνει τότε μπορεί και αλυχτά, μέσα από αυτό, η ζώσα και σπαρταρούσα ατέλειά του. Η πρόσκαιρη χρήση του σαντιανού λόγου κάνει μια guest εμφάνιση σε αρκετές σελίδες του βιβλίου, λειτουργώντας ως εργαλείο για την ανάδειξη της εσώτερης συγκρουσιακής φύσης του ανθρώπου: μέσα από το πιτσίλισμα του άγριου αίματος και τις άναρθρες οιμωγές συναρθρώνεται ένα ευτελές και προβληματικό ανθρώπινο οικοδόμημα, που ανακυκλώνει τελικά τη βία. Ο Λίλλης με περισσό κουράγιο κατεβαίνει στα έγκατα της ανθρώπινης κοινωνίας και λογαριάζεται με τη σάρκα της και τα μιαρά της υπολείμματα. Η εικόνα αυτή δεν είναι υποφερτή για όλους τους αναγνώστες. Η αλήθεια μάλλον δύναται να καταγραφεί από λίγους συγγραφείς. Ο Λίλλης κατάφερε να βγάλει το δέρμα και να αφήσει εκτεθειμένη τη σάρκα.
Μια σάρκα, λοιπόν, εκτεθειμένη στο φυσικό στοιχείο του χιονιού. Ο τίτλος του βιβλίου, Ίχνη στο χιόνι, ενέχει στοιχεία διαφοράς και σε αυτόν ανευρίσκεται πιο ξεκάθαρα πλέον η τρίτη μορφή σύγκρουσης. Το χιόνι προοικονομεί την εμφάνιση του αίματος. Το χιόνι ποτίζεται τελικά από το αίμα. Η συμβολική σημασία του συγκεκριμένου φυσικού στοιχείου ερμηνεύεται ως μοναξιά και θάνατος. Το χιόνι συμβολίζει την κρύα, στερεοποιημένη και μη επιστραφείσα ψυχή που βρίσκεται σε κατάσταση καταστολής. Η έκχυση του αίματος, του απόλυτου συμβόλου της ιερότητας και της ζωής, παρουσιάζει μεγαλοπρεπώς το τέλμα μιας ζώσας ύπαρξης. Ο δεκάχρονος Περικλής φαίνεται να εγκολπώνεται σε καταστάσεις παρεμφερείς. Πρώτα γεύεται τον θάνατο των γονέων του: «Κάθε λίγο και λιγάκι κοιτούσε τρομαγμένο τα κορμιά των γονιών του έτσι όπως τα είχε σκεπάσει το φρέσκο χιόνι» (σελ.24), έπειτα συνδιαλέγεται με τη μοναξιά, τον πόνο και την εσωστρέφεια: «”Άσ’ το, δεν μιλά”, επενέβη η γερόντισσα, “του ‘χει φύγει η λαλιά. Ούτε τρώει”» (σελ.56). Το χιόνι συνοδεύει τη μοναχική ψυχή του Περικλή, κυρίως στις στιγμές κατατρεγμού του. Το αίμα, το σύμβολο της ζωντανής ψυχής, έχει απορροφηθεί ολοσχερώς από το φυσικό στοιχείο του χιονιού. Η ζωή επιστρέφει στο χώμα απ’ όπου και βγήκε. Το αίμα υπογράφει την επιμνημόσυνη δέησή του. Φαίνεται πως η σύγκρουση μεταξύ ζωής και θανάτου, αίματος και χιονιού, δείχνει έναν μόνο νικητή. Είναι ο νικητής που συστήνει ο Γιώργος Λίλλης. Μέσα από αυτό το γαϊτανάκι σκέψης συνθέτει έγχρωμα τη ματαιότητα του πολέμου, της οποίας ως σοβαρότερο απότοκο λογίζεται ο θάνατος.

Ο Λίλλης εντέχνως πλασάρει τη στάση του μυθιστορήματος απέναντι στον Εμφύλιο και τις επιπτώσεις του. Ενταφιάζει τον κύκλο σύγκρουσης της ανθρώπινης φύσης στο σώμα του μυθιστορήματος, πετυχαίνοντας ένα είδος φόρμας που του επιτρέπει να ορίσει τις κούφιες ιδέες και να αναθεωρήσει πεποιθήσεις μιας ολάκερης ζωής. Ο ηλικιωμένος Περικλής, εντούτοις, δεν κοντοστέκεται μονάχα στην κενότητα και την αχρηστία του ανθρώπου να παράγει ωφέλιμους καρπούς της κυριαρχίας του επί του συνανθρώπου του. Δεν εκμεταλλεύεται την απραξία του ελληνικού πολιτικού συστήματος για να βγάλει σοφά γεροντίστικα αποφθέγματα. Ούτε γίνεται κομιστής ζοφερών ειδήσεων για το μέλλον. Δεν αποζητά καταφύγιο στην άρνηση. Ο Περικλής δίνει απαντήσεις: «Σταθμός και κέντρο η αγάπη» (σελ.303). Η αγάπη συμπιέζει τα βίαια ένστικτα του ανθρώπου προς τα κάτω. Μόνο η αγάπη είναι ικανή να μην επιτρέψει στη διχόνοια την είσοδο για την ανθρώπινη ψυχή. Ίσως σε αυτό το σημείο ο Περικλής δίνει δειλά μια τελευταία ευκαιρία σε όσους επιθυμούν όχι να εισχωρήσουν στη πολιτική, αλλά να κάνουν πολιτική. Μια πολιτική που δεν θα θεριεύει συναισθήματα διχόνοιας με απώτερο στόχο το ίδιον όφελος, αλλά θα προσανατολίζεται στην πραγμάτωση της κοινωνικής συνοχής. Μια τέτοια πολιτική ονειρεύεται και ο Περικλής, αυτή που θα ασκήσει την πολιτεία της συνεργαζόμενη με τα μέλη μιας κοινωνίας, αυτή που θα πολιτευτεί και θα πραγματευτεί ζητήματα συνεκτικότητας.

Αυτή που θα αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα. Ένα είδος πολιτικής που θα συμφωνεί με την ηθική. Υποδορίως ο Γιώργος Λίλλης θεμελιώνει τις σκέψεις του αυτές στην «Αιώνια ειρήνη» του Καντ. Ο Περικλής επισημαίνει πως όταν η πολιτική συνοδεύεται από σκοπιμότητες: «Μη νομίζεις πως θα κατάφερνε ο κομμουνισμός κάτι καλύτερο. Η εξουσία, αγόρι μου, είναι παντού πουλημένη και διεφθαρμένη» (σελ.204), τότε αναζωπυρώνεται η ροπή του ανθρώπου μέσω της ζωώδους κυριαρχίας: «Ο άνθρωπος που έκανε τόσα για τη χώρα κοίτα πού κατάντησε. Ρε συ, η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της» (σελ.110). Τούτων δοθέντων, η πολιτική δεν μπορεί να είναι ηθική ούτε να έχει καθολική ισχύ. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση. Αυτή την κατάσταση περιγράφει ο Περικλής, τη δισυπόστατη φύση του ανθρώπου και ως εκ τούτου την εσωτερική σύγκρουση μεταξύ κυριαρχίας και ειρήνης. Τα Ίχνη στο χιόνι δεν συγκινούν τον αναγνώστη μόνο για το δίχρωμο εξώφυλλό τους, αλλά προβάλλουν τεχνηέντως το προηγούμενο φιλοσοφικό δίλημμα.

Ο Γιώργος Λίλλης, πάραυτα, δεν υπογράφει ένα δυσνόητο και απαιτητικό προς ανάγνωση μυθιστόρημα. Οι φιλοσοφικές διαστάσεις του βιβλίου αποτελούν εύπεπτα συστατικά μιας αφήγησης «ενός παππού προς τα εγγόνια του». Μόνο που αυτός ο «παππούς» δεν τελειώνει την αφήγησή του με το «ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» χαϊδεύοντας τα αυτιά του, αλλά ελπίζει σε μια «νέα φορά» και έναν «νέο καιρό». Ο ίδιος γνωστοποίησε το πρώτο υλικό από το οποίο θα είναι φτιαγμένη η νέα αυτή εποχή πολιτικής: την αγάπη.

Ίχνη στο χιόνι
Μυθιστόρημα
Γιώργος Λίλλης
Μεταίχμιο
308 σελ.
Τιμή € 15,50

 

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.