fbpx
Ροδούλα Παππά: «Αλφαβητάρι Αστείος παππούλης, κάπως χοντρούλης»

Ροδούλα Παππά: «Αλφαβητάρι Αστείος παππούλης, κάπως χοντρούλης»

«Ζούσε κάποτε στ' ωραίο Σαμπερί

ένας κύριος με μύτη σουβλερή.
Όλη η γειτονιά
του 'δινε δουλειά:
ν' ανοίγει τρύπες, με τη μύτη, στο τυρί.»

Το απολαυστικότατο αυτό βιβλίο, του οποίου τα έξυπνα κείμενα υπογράφει η Ροδούλα Παππά και την εξαιρετική εικονογράφηση ο Πάολο Γκέτσι, ενώ ο πολύ όμορφος σχεδιασμός οφείλεται στον ίδιο τον εκδότη, Περικλή Δουβίτσα, συνδυάζει το σύγχρονο με το παλαιό, την αθωότητα με την τσαχπινιά, το χρήσιμο με το διασκεδαστικό, τη μάθηση με το αστείο. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, δεν είναι σχήμα λόγου, καθώς αρκετά από τα 24 λίμερικ είναι πραγματικά αστεία, από τις περιπτώσεις, δηλαδή, που δεν σου αποσπούν απλώς ένα, πλατύ έστω, μειδίαμα αλλά ένα τρανταχτό, εκτονωτικό γέλιο.

Ο διπλός τίτλος τού βιβλίου, Αλφαβητάρι και Αστείος παππούλης, κάπως χοντρούλης, αντιστοιχεί στη διττή αλλά ταυτόχρονα ενιαία υπόσταση του κάθε δισέλιδου, καθώς οι δύο αντικριστές σελίδες, αφενός, εικονογραφούν το κάθε γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου μέσω λέξεων που αρχίζουν από αυτό, παρέχοντας, μάλιστα, και τον ειδικό, διαγραμμισμένο χώρο, προκειμένου να εξασκηθούν οι μικροί αναγνώστες στη γραφή και, αφετέρου, περιλαμβάνουν κάθε φορά και από ένα λίμερικ, ένα πεντάστιχο ποιηματάκι, τού οποίου το θέμα-λέξη ξεκινά από το ίδιο αυτό γράμμα. Στο τέλος, δε, του βιβλίου υπάρχει χάρτης, όπου τοποθετούνται όλα τα, εξωτικά και μη, μέρη, στα οποία αναφέρονται κάποια από τα ποιήματα (ο συρμός των εξωτικών τοποθεσιών ξεκίνησε, στην ελληνική εκδοχή των λίμερικ, ήδη από τον Σεφέρη), κοσμημένος με ζωγραφιές φιλοτεχνημένες, όπως και όλες οι άλλες, με πηγαίο κέφι και παιχνιδιάρικο ενδιαφέρον για τη λεπτομέρεια. Άλλωστε, το κείμενο και η εικόνα υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένα, από την πρώτη κιόλας «επίσημη» έντυπη εμφάνιση των λίμερικ.

Πράγματι, η εικονογράφηση μετέχει στην ίδια την ταυτότητα του λίμερικ, έτσι όπως αυτή καθιερώθηκε από τον Edward Lear, αναγνωρισμένο, επαγγελματία ζωγράφο, ο οποίος, ήδη από την πρώτη έκδοση των ποιημάτων του, το 1846, συνόδευε κάθε κείμενο με την αντίστοιχη, αναπόσπαστη (από το κείμενο) εικόνα.

Ως προς το λίμερικ, ως ποιητικό είδος ή τύπο ποίησης, θα πρέπει να σημειώσουμε συνοπτικά, κατ' αρχάς, ότι ανήκει στην «ελαφρά ποίηση», όπου, επίσης, θα συναντήσουμε, μεταξύ άλλων, τους vers de société (= κοσμική στιχουργία), τη σάτιρα, το μπουρλέσκο, την παρωδία, τα επιγράμματα, τα αινίγματα, τους στίχους–λογοπαίγνια. Το λίμερικ είναι μία «ιδιαίτερα δημοφιλής σταθερή ποιητική μορφή στην Αγγλία. Αποτελείται συνήθως από πέντε αναπαιστικούς κυρίως στίχους με ομοιοκαταληξία ααββα. Ο πρώτος, ο δεύτερος και ο πέμπτος στίχος είναι τρίμετροι, ενώ ο τρίτος και ο τέταρτος δίμετροι, αν και ενδέχεται να τυπωθούν ως ένας ενιαίος στίχος με εσωτερική ομοιοκαταληξία».[1] Τα θέματα της ελαφράς στιχουργίας δεν χρειάζεται να είναι πεζά και ασήμαντα, όπως σημειώνει και ο M. H. Abrams. Η καθοριστική ιδιότητά τους είναι ο καθημερινός τόνος της φωνής και η εύθυμη, παιγνιώδης ή πνευματώδης στάση τού λυρικού ή αφηγηματικού ομιλητή απέναντι στο θέμα του. Εκτός των παλαιότερων, και πολλοί σύγχρονοι ποιητές έχουν καλλιεργήσει το είδος, όπως, επί παραδείγματι, ο Ezra Pound, ο W. H. Auden, ο Ε. Ε. Cummings.[2]
Το λίμερικ μεταφέρθηκε στη γλώσσα μας ως λιμερίκι ή ληρολόγημα από τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος υπήρξε ο εισηγητής του είδους στην Ελλάδα και ο οποίος γνώριζε τα αντίστοιχα, διάσημα στη χώρα τους, ποιήματα του Edward Lear ήδη πριν από το 1941. Για τον ίδιο τον Ληρ, ο οποίος, από ένα μεγάλο μέρος της Κριτικής, θεωρείται ότι κρατά μία θέση ανάμεσα στον Andersen και τον Lewis Carroll (η σχέση, δε, και η αλληλεπίδραση Edward Lear και Lewis Carroll παραμένουν ένα αναπάντητο ερώτημα), ο Σεφέρης σημείωνε στις Αντιγραφές (Ίκαρος, 1978): «Edward Lear (1812-1888)· η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη έχει πλούσια συλλογή από τα σχέδιά του. Όμως ο τίτλος του για την Αθανασία δεν ήταν μήτε τα σχέδια μήτε τα ταξίδια και τα ημερολόγιά του, αλλά το nonsense (δες Δοκιμές τι γράφω περί Lewis Carroll), το αμετάφραστο και ακατανόητο nonsense (δεν ξέρω αν είναι νοητό από όλους τους Αμερικάνους), αμετάφραστο εκτός αν πάρουμε τη μετάφραση του ίδιου στα ελληνικά. [...] Ανοητοφλυαρία: δεν είναι κακή μετάφραση του non-sense· έχει τουλάχιστο τα περγαμηνά της».

Το ότι τα ποιήματα του Edward Lear ο Σεφέρης τα αντιμετώπιζε με σοβαρότητα το διαπιστώνουμε και από τον διάλογό του με τον T. S. Eliot, όπως τον καταγράφει στο κείμενό του «Θ. Σ. Ε. Σελίδες από ένα ημερολόγιο» (από την καταγραφή της 10ης Δεκεμβρίου 1960, στο Δοκιμές Β′, Ίκαρος, Ε′ Έκδοση, 1984): «Του είπα πως μ' άρεσε ο χαρακτηρισμός του για τα ποιήματα του Lear («ποιήματα ανανταπόδοτου πάθους»), πως έχω κι εγώ το ίδιο αίσθημα για τις "Ζαχαροτσιμπίδες και τους Καρυδοσπάστες". Η Κυρία Έλιοτ είπε ότι ο άντρας της είναι από τους πιστούς τού Lear· κάθε τόσο βάζει στο γραμμόφωνο την πλάκα ενός τραγουδιού του. Αυτό δε με ξάφνιασε. Άλλωστε, στο διάδρομο, καθώς βγαίναμε από την τραπεζαρία, ήταν δυο σκίτσα τύπου Lear, γάτες, φτιαγμένα από τον πατέρα του, καθώς μου είπαν. Η παράδοση της «nonsense» θα είναι μες στην οικογένεια – οι Practical Cats». (Ας σημειωθεί ότι ένα μέρος τού έργου του Lear, αν και όχι τα λίμερικ, μεταφράστηκε από τον Νίκο Σταμπάκη και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φαρφουλάς το 2007, με τον τίτλο: Edward Lear, Τα Γραπτά τής Α-νοησίας. Ποιήματα – ιστορίες, συνταγές μαγειρικής. Στην Εισαγωγή εκεί του μεταφραστή-ποιητή, με τον τίτλο «Μικρή Εισαγωγή στον Lear–ισμό» και μότο τη φράση του Lear «Το nonsense είναι η ανάσα των ρωθώνων μου», εξετάζεται η ένταξη του έργου του Lear στο ευρύτατο πλαίσιο του «παραλόγου» και γίνονται αρκετές, πολύ ενδιαφέρουσες νύξεις για τη συνάφειά του με τον υπερρεαλισμό).

Η αγάπη του Σεφέρη για το nonsense ή αγγλοσαξονικό χιούμορ και το τολμηρό αστείο αποδείχθηκε έμπρακτα, αφενός, με την έκδοση του βιβλίου του Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά (1975) και, αφετέρου, με τη συγγραφή (ήδη από το 1939) των άσεμνων λίμερικ, τα οποία εκδόθηκαν πολύ αργότερα, 18 χρόνια μετά τον θάνατο του Σεφέρη, με τον τίτλο Τα Εντεψίζικα (πρόκειται για την ψευδώνυμη έκδοση: Μαθιός Πασκάλης, Τα Εντεψίζικα, Φιλολογική Επιμέλεια: Γ. Π. Ευτυχίδης, Λέσχη, 1989). Στις 15 Οκτωβρίου 1941 ο Σεφέρης σημείωνε, χαρακτηριστικά, στο Ημερολόγιό του (Μέρες, Δ′, Ίκαρος, 1986): «Δυο μέρες κάνοντας και ιχνογραφώντας limericks σ' όλες τις αδειανές ώρες. Με μανία, καθώς ρίχνεις πασιέντσες. Πώς να βγει κανείς από τούτη την απελπισία κάποτε». Πιο συγκεκριμένα, δε, ως προς τα παιδικά του λίμερικ, θα λέγαμε ότι, εντασσόμενος, έστω και λίγο αργότερα στη ζωή του, στη χορεία εκείνη των καλλιτεχνών-παραμυθάδων, οι οποίοι ξεκίνησαν γράφοντας για ένα συγκεκριμένο, μικρό σε ηλικία, πρόσωπο και κατέληξαν να αναδειχθούν σε σημαντικότατους δημιουργούς (Edward Lear, Lewis Carroll – ενώ ακολουθούν ολοένα και περισσότεροι, με όχι πάντοτε, όπως είναι αναμενόμενο, αξιόλογα αποτελέσματα), ο Γιώργος Σεφέρης φαίνεται να προτείνει, με τον δικό του τρόπο, σε ένα μικρό παιδί, και στη συνέχεια σε όλα τα παιδιά, την οδό προς την ανεξαρτησία του πνεύματος μέσω της ποίησης ή την οδό της ποίησης μέσω της ανεξαρτησίας του πνεύματος.

Ευτυχώς, δε, που αυτή η διάσταση του λίμερικ έχει πλέον γίνει ευρύτερα παραδεκτή και, μάλιστα, έχει αρχίσει να αξιοποιείται. Έτσι, στην τελευταία, προσώρας, συνολική ματιά πάνω στο λίμερικ, συνοδευμένη, μάλιστα, από καινούργια ποιήματα, γραμμένα από νέους, ως επί το πλείστον, συγγραφείς, η οποία κατατίθεται στα δύο τεύχη τού περιοδικού Τεφλόν (κυκλοφόρησαν κατά τα έτη 2010-2011), η Ράνια Καραχάλιου διαπιστώνει με ικανοποίηση μια «προσπάθεια αξιοποίησης της παιδαγωγικής διάστασης του λίμερικ» τα τελευταία χρόνια, «καθώς οι παιδαγωγοί παροτρύνονται να το εντάξουν στην εκπαιδευτική διαδικασία προκειμένου μέσα από τον παιγνιώδη χαρακτήρα του να εξάψουν τη φαντασία και να αποδεσμεύσουν το χιούμορ των παιδιών». Ανατρέπεται έτσι σταδιακά η προηγούμενη συνθήκη της ισχνής παρουσίας, παρά «το σεφερικό βάπτισμα του πυρός», η οποία ήταν «αποτέλεσμα αγκυλώσεων στον λογοτεχνικό κανόνα αλλά και της επικρατούσας σοβαροφάνειας στην Εκπαίδευση που δεν αφήνει χώρο στη φαντασία, στο παιχνίδι και στο χιούμορ». Ο Α. Καρακίτσιος, από την πλευρά του, στην μονογραφία του Ποίηση για μικρά παιδιά. Το Limerick (Προμηθεύς, Θεσσαλονίκη, 1996, σ. 59), σημειώνει σχετικά ότι: «Πολλοί παιδαγωγοί και φιλόλογοι υποστηρίζουν τεκμηριωμένα ότι ο παράλογος στίχος είναι αφετηρία-σταθμός για τη δημιουργική ενασχόληση του παιδιού με την ποίηση και ότι το Limerick είναι η πλέον κατάλληλη ποιητική άσκηση». Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι ο Gianni Rodari, στο περίφημο βιβλίο του Γραμματική της φαντασίας. Εισαγωγή στην τέχνη να επινοείς ιστορίες (Μεταίχμιο, 2003), διατυπώνει μία δομική περιγραφή των λίμερικ, έχοντας, βέβαια, υπ' όψιν του την εξαιρετικά ακριβή ανάλυση των σοβιετικών σημειολόγων Τσίβιαν και Σέγκαλ (Τα συστήματα των σημείων και ο σοβιετικός δομισμός).

Θα κλείσουμε αυτήν την πολύ σύντομη περιήγηση στην Ιστορία και στην πρόσληψη του παιδικού λίμερικ με τον Ευγένιο Τριβιζά, ο οποίος, στο κείμενό του με τον τίτλο «Το χιούμορ και το παράλογο στην παιδική λογοτεχνία» (περ. Η λέξη, τχ. 118, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1993, σσ. 667-677), εστιάζει στη σαφή προτίμηση των παιδιών στο «χιούμορ του παραλόγου» έναντι της φάρσας και της σάτιρας, και παραθέτει τους λόγους για τους οποίους η καλλιέργεια της αίσθησης αυτού του είδους χιούμορ πρέπει να ενθαρρύνεται από τις πολύ μικρές ηλικίες, προκειμένου για τη σωστή ανάπτυξη της δημιουργικότητας και της αισιοδοξίας του παιδιού. Επιμένει, δε, ότι ακόμα και στο χιούμορ του παραλόγου «είναι αδύνατον να μην υπάρχει νόημα ή να μην αναζητηθεί» και παραπέμπει στην πληθώρα των μελετών «γύρω από τα έργα των Lear και Carroll», οι οποίες «περιέχουν ή επιχειρούν να ανακαλύψουν ή να επιβάλουν μεταφυσικές, ψυχαναλυτικές, πολιτικές, γλωσσολογικές και άλλες ερμηνείες των κειμένων».[3]

Παράλληλα με την απόλαυσή του, λοιπόν, το ανά χείρας βιβλίο μάς δίνει, τελικά, την ευκαιρία να αναφερθούμε σε (και να γνωρίσουμε) ένα πολύ ιδιαίτερο όσο και αξιόλογο ποιητικό είδος. Εντασσόμενα, δε, και τα καινούργια αυτά λίμερικ στη μακρά, όπως είδαμε, πορεία την οποία ξεκίνησαν οι αγγλόφωνοι πρόγονοί τους, αναλαμβάνουν να την τιμήσουν και ταυτόχρονα να την ανανεώσουν· τα πραγματοποιούν αμφότερα με τρόπο θαυμαστό.

Αλφαβητάρι
Αστείος παππούλης, κάπως χοντρούλης
Ροδούλα Παππά
εικονογράφηση: Paolo Ghezzi
Νεφέλη
52 σελ.
Τιμή € 12,90

Σημειώσεις

[1] Βλ. στο λήμμα «limerick» του: J. A. Cuddon, Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων και Θεωρίας Λογοτεχνίας, Μετάφραση – Επιστημονική επιμέλεια: Γιάννης Παρίσης – Μαρία Λιάπη, Μεταίχμιο, 2010, όπου και περαιτέρω πληροφορίες: για την προέλευση του όρου και την καταγωγή τού είδους, για τους σημαντικούς καλλιτέχνες που πειραματίστηκαν με αυτό, για την ανάπτυξή του στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, για τις διαφορετικές κατηγορίες και παραλλαγές του.
[2] Βλ. στο λήμμα «ελαφρά στιχουργία» του: M. H. Abrams, Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων. Θεωρία, Ιστορία, Κριτική Λογοτεχνίας, Μετάφραση: Γιάννα Δεληβοριά – Σοφία Χατζηιωαννίδου, Πατάκης, 2005.
[3] Για μία αναλυτική εξέταση όσων αναφέρθηκαν εδώ βλ. στο: Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, «Τα ποιήματα για παιδιά τού Γιώργου Σεφέρη», περ. Πόρφυρας, τχ. 145, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2012, σσ. 283-298.

 


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΑΙΔΙΚΑ
Lucia Giustini: «Ο βασιλιάς που δεν ήθελε να κάνει πόλεμο»

«Πριν από πολύ καιρό, βασίλευε ένας βασιλιάς που δεν ήθελε να κάνει πόλεμο…» Έτσι αρχίζει το βιβλίο της Ιταλίδας συγγραφέα Λουτσία Τζιουστίνι, σε εικονογράφηση του Σάντρο Ναταλίνι, που μας φέρνουν...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΑΙΔΙΚΑ
Μαρίζα Ντεκάστρο: «Άλκη Ζέη: Μάτια σαν γαλάζια θάλασσα»

Το κάθε νέο βιβλίο της Μαρίζας Ντεκάστρο αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Και όχι μόνο για το περιεχόμενο, αλλά και για τη μορφή του. Γνωρίζει πολύ καλά ότι το βιβλίο είναι και αντικείμενο, το οποίο, αν είναι...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.