fbpx
«Στη γλώσσα της υφαντικής»

«Στη γλώσσα της υφαντικής»

«Σοφία είναι να βρεις τον ρυθμό κάθε ξεχωριστής περίπτωσης», λέει το μότο, από τις Επιστολές του Ρίλκε, που επέλεξε ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Σ' αυτό εστιάζοντας και τα ποιήματα ένα ένα κοιτάζοντας, προσπαθούμε να δούμε τι δημιουργεί η ποιητική του Στη γλώσσα της υφαντικής, ποια γλώσσα υφαίνουν οι λέξεις του. Να, δηλαδή, ένας ακόμα ποιητής που παίρνει το «εργόχειρο» για να μιλήσει, ενώ δεν είναι υφαντουργός, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο του, «Μυρίσαι το άριστον XVIII», διευκρινίζει: «Δεν είμαι ζωγράφος, Κόρη θηρασία. Μα θα σε πω με ασβέστη και με θάλασσα», πράγμα που σημαίνει πως πάντα υπάρχει τρόπος ο ποιητής να μεταποιήσει σε λόγο τις άλλες τέχνες που με χρώματα ή με κλωστές διηγούνται ιστορίες.

Ο Χαραλαμπίδης μας έχει συνηθίσει στη συχνή καταβύθισή του στον μύθο, από όπου ανασύρει τα κατάλληλα νήματα, ήγουν τις δυνατές φλέβες επικοινωνίας με τις βαθιές ρίζες και τις μεγάλες ουσίες που τον κεντρίζουν. Όμως το υφαντό του και περίπλοκο και βαθύπλοκο είναι.

Ο αναγνώστης θα πρέπει να ανατρέξει στον μύθο, να ξεσκεπάσει την κρυμμένη αλήθεια του και να αναδείξει τη σημασία της πίσω από τη μεταμφίεσή της. Με άλλα λόγια, πρέπει να γυρίσει το υφαντό από την ανάποδη για να δει πόσους κόμπους κρύβει από κάτω η ωραία επιδερμική εικόνα του. Αυτή η πράξη, όμως, για να σε ανταμείψει χρειάζεται μεγάλο κόπο. Γιατί πρέπει να ξηλώσεις ό,τι ο ποιητής ύφανε και η «Ορατότης» αφορά μόνο το φαίνεσθαι, που έχει τη χάρη μιας ωραίας παραπλανητικής επιφάνειας, που απαιτεί τη διείσδυση στα θρησκευτικά και παγανιστικά σύμβολα, στο μεταξύ τους πλέξιμο, αφού περί υφαντού πρόκειται, ιδιαζόντως έντεχνα τεχνουργημένου, έτσι ώστε ο αναγιγνώσκων να μετέχει θείας και αρχαίας ουσίας μεμειγμένης με ποιητική, να αντιλαμβάνεται την αστραπή αλλά να μην μπορεί εύκολα να δει ποιος θεός αστράφτει και τι στην αστραπή αποκαλύπτει. Ο ποιητής το λέει σαφώς:

Αδύνατον λοιπόν ν' αντλεί ο Θεός
άλλη φανέρωση απ' τη σάρκα.
Μ' αγγίζει και θαρρείς ανατριχιάζουν
οι άγγελοί Του μέσα στον κρυψώνα.

Σωστά, κι ο Θεός για να φανερωθεί ενσαρκώθηκε ως Υιός. Εγώ ο θνητός όμως πώς Τον αντιλαμβάνομαι; Ένας Μιχαήλ Άγγελος έφτιαξε ένα χέρι να έρχεται από ψηλά να τον αγγίξει. Εγώ που δεν είμαι Μιχαήλ Άγγελος αλλά απλός άγγελος της ποίησης και υφαντής της, πώς αντιλαμβάνομαι την παρουσία Του; Ο Ελύτης έλεγε «από το πώς αστράφτουν τα τζάμια». Ο Χαραλαμπίδης λέει από το υποτιθέμενο «ανατριχιάζουν οι άγγελοί Του μέσα στον κρυψώνα».

Μια αίσθηση μεταφυσικής, μια αίσθηση από Καβάφη και από Ρίτσο συγγενής, μια κινητικότητα κάτω από τη σάρκα, εμφανής/αφανής, σ' ένα πολυεπίπεδο κείμενο, όπου παρουσίες σαν του Ιωάννη της Αποκάλυψης ή του Μωυσή στην έρημο, των άλλων ομοτέχνων ή του δημοτικού τραγουδιστή, φωνές πυκνές κάτω από την τετελειωμένη φαινομενικά αδιάφορη επιφάνεια είναι που κάνουν τη διαφορά. Και δεν μπορώ να παραλείψω τη διακειμενικά συγκλονιστικότερη ανάλογη διατύπωση του βιώματος που εξετάζουμε, πάλι του Ελύτη: «Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω» (Το Φωτόδεντρο). Ψηλαφητά, όπως και ο Σεφέρης, αγγίζοντας, όπως και ο Καβάφης, ο καθένας από τη δική του έπαλξη επιχειρεί την επικοινωνία με το αθέατο, αυτό που είναι από μέσα.

Ο Χαραλαμπίδης αυτή τη φορά, και δεν είναι βέβαια η μοναδική, ασχολείται με την ομορφιά. Το δέρας το χρυσόμαλλο, «το κορμί χρυσαύγιζε σ' αθανασίας ντύμα», με άλλα λόγια η νιότη, η λάμψη και η δροσιά που κάνει τον άνθρωπο για λίγο να νιώθει αθάνατος, γερνάει. Και οι θεοί και οι θεές κι οι ήρωες, που η μυθολογία μάς τους παρέδωσε αθάνατους και λαμπερούς, δεν μας είπε ότι κι αυτοί γερνούν, ότι και αυτών το σαρκίο έχει κατάληξη οδυνηρή.

Ο Απόλλων, ο Πίνδαρος, ο Ασκληπιός κι ο ποιητής της σήμερον, όλοι στον ίδιο χορό. Η μεταποίηση της συνήθους επίκλησης της μούσας γίνεται με «ένα κοκόρι» στον Ασκληπιό. Ο Σωκράτης θύμισε στους μαθητές του να μην ξεχάσουν να θυσιάσουν αλεκτρυόνα στον Ασκληπιό για να του εξασφαλίσει το καλό ταξίδι στον άλλο κόσμο. Ασκληπιός και άλλος κόσμος με κάνουν να νιώθω ότι δεν είναι μόνο η ομορφιά που χάνεται ή ο χρόνος που μου φεύγει, αλλά το «υφαντό» που είμαι εγώ απέξω, αυτό που οι άλλοι βλέπουν. Τι γίνεται με το από μέσα;

Βρίσκομαι σε μια προσωπική Νέκυια; Ανατριχιάζω στα όσα το σώμα μου αρνείται να εκτελέσει; Τι θέλει να πει το μήνυμα του θεού:

Ποίηση είναι τα πουλιά
που κολυμπάν σαν ψάρια στον αέρα,
είναι του λόγου, αν θέλεις, η γαστέρα
επιζωγραφισμένη στ' ανοιχτά.

Και πάλι εδώ ας σταθώ. Τα πουλιά και τα ψάρια τα καταλαβαίνω κι ας κολυμπάν όπου θέλουν. Αυτό είναι Ποίηση. Αλλά παρακάτω Ποίηση «είναι του λόγου... η γαστέρα... στ' ανοιχτά. Εδώ ξαφνιάζομαι. Εκείνα τα «ανοιχτά» με πάνε σε θάλασσα. Εκείνη η «γαστέρα» με πάει σε γαλέρα, σε πλοίο που με περιμένει «στ' ανοιχτά». Κι επανέρχομαι: μου φαίνεται σαν Νέκυια αυτό το ταξίδι.

Ο Χαραλαμπίδης κατεβαίνει συνεχώς στον άλλο κόσμο των ψυχών και των μυθικών προσώπων, συνομιλεί, παρατηρεί κι αλλάζει σκηνικά και τρόπους συμπεριφοράς. Όσο, όμως, κι αν η δική του υφαντική αλλιώς βάζει τα πλουμίδια της, ο καμβάς του μύθου, της ιστορίας, της ζωής παραμένει ίδιος.

Ο θάνατος ούτε θνητό ούτε θεό εξαιρεί. Ούτε τον «φτεροπόδαρο» κι η μάνα του το ξέρει:

Δεν υπάρχει,
ο θάνατος, καλέ μου, όσο υπάρχουμε,
μηδέ θεοί, γλυκύ μου τέκνο, υπάρχουν
όσο υπάρχουμε, και κραταιά ως θάνατος
είν' η αγάπη και άλλοι καλπασμοί.

Σ' αυτό το μικρό απόσπασμα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τη συνύπαρξη της φιλοσοφικής σκέψης του Επίκουρου, με τον θρήνο της Παναγίας και το «Άσμα Ασμάτων» σε μια συμφωνία ετερόκλητων αριστουργημάτων που θα έφερναν σε γοητευτική αμηχανία ακόμα κι έναν Μπρετόν. Κι ο Νάρκισσος

Κάνει ν' αγγίξει το νερό κι εσείστη
ο κόσμος όλος από τη θωριά του

Κι η Αφροδίτη

Της Αφροδίτης ο μαστός δεν είναι
παρά εξωγενής ομολογία...
τώρα πάει και δε γυρνάει
ο λιοπερίχυτος μαστός μου

**

Χίλιοι χαλκοί καθρέφτες την προστάζουν
να ξαναφτιάξει τη γαλάζια κόμη της

Στον Κεραμεικό, οι «Τρεις ίπποι ολυμπιονίκες»

Γιορτάζουν μ' ενθουσιασμό
τον ιδεαλισμό που κάποτε είχαν
και τώρα το πετσί του εν τάφω κείται

πόσο ωραία και εύκολα περνάει από τη φθορά της ύλης στη φθορά της ιδέας. Είναι ο «ιδεαλισμός» που πέθανε, όχι οι «ίπποι», όχι οι «ολυμπιονίκες». Με ανάλαφρη διάθεση αγναντεύουμε

τον πανταχόθεν ευδόκιμον Σωκράτη∙
γυμνόποδα, να βγαίνει απ' τη συστάδα
των λόφων, προχωρεί στη Βουλιαγμένης
και κατεβαίνοντας Συγγρού να πίνει
τον σκέτο αμερόληπτο καφέ του,

σκέτο, χωρίς ζάχαρη, χωρίς κώνειο, χωρίς προκατάληψη.
Πέρα όμως από το περιεχόμενο, εκείνο που αστράφτει στο μυαλό είναι η ωραία πρωτότυπη εικόνα, το ερωτικό λιποθυμισμένο αίσθημα, το σώμα που «αναμέλπει στα κύματα της κόμης οικτιρμούς», η Ηώς που

λιποθυμούσε στους ροδώνες
τη ρυθμική αντικρίζοντας
του σώματος που εξέπεμπε
του Πρίαμου ο μεγάλος αδελφός,

«μισή γοργόνα θάλασσα εξαπτέρυγη».

Κοιτάζοντας τη χρονολογία που συνοδεύει κάθε ποίημα, ανακαλύπτουμε ότι ο χρόνος πάει κι έρχεται από το 2006 στο 2012. Σ' αυτά τα ποιήματα, για τον Μότσαρτ, τον Μπαχ, τη Lady Jane Grey, την Ελληνική Ιστορία και την Επανάσταση, τους ήρωες και το Μεσολόγγι –Να θυμηθώ τους ήρωες σημαίνει/ να μπω κι εγώ μαζί τους μες στον τάφο/ τουλάχιστον τρεις ώρες και τρεις μέρες/ κι ένα λεπτό– , τον Durrel –Ωστόσο/ καιρός υπάρχει ακόμα για το Τίποτα– και το «Οιάκισμα» που φέρνει στην επιφάνεια όλες τις παραλλαγές της βροχής:

«Θα βρέξει απόψε;» ρώτησε
το φίλο ποιητή ο γείτονάς του Γιάννης.
Και κείνος είπε:
«Βαρύ σαν θέμα ο υετός και του Διός η ανάλαφρη
χρυσή βροχή, που δώρισε στη Λήδα.
Βαριά του Φοίβου Απόλλων τα βέλη
τα φτερωτά∙ πέφταν βροχή...
Βαριά του Άσματος τα ξεχασμένα λόγια:
''ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην''
κι ας είναι ο ουρανός αντίδοτο θανάτου.
Βαριά και της Αρτέμιδος η Παρθενία,
βαρύ και τ' άλλο φως της Ιδαλίας...

Ο Χαραλαμπίδης δεν παύει να αντλεί από τον μύθο, από την Ιστορία, από τη ζωή, από τους θρύλους και τις παραδόσεις, από τους ομοτέχνους, από τα συνθήματα και τα μηνύματα στους τοίχους: «Αθήνα είσαι πιο όμορφη καμένη»! Με όλα αυτά, της ψυχής, του νου και του σώματος παθήματα, με ειρωνεία, με χιούμορ, με πίκρα «υφαίνει» ποίηση «ψαρομαλλούσα», «ηλιοστάλακτη», «γλυκομύριστη», «λιοπερίχυτη», «βαθυμέλανη», «γλυκοματιασμένη»...

Αφού πείραξα λίγο τα σύνθετα του Ποιητή, κλίνοντας ψηλά απ' τη βεράντα, ή όπως «η μέρα έγερνε από την κουπαστή», πήρα να γράψω τα δικά μου από την ποίησή του «ανατριχιάσματα».

Στη γλώσσα της υφαντικής
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Μεταίχμιο
115 σελ.
Τιμή € 9,90
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια»

Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια;...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.