«Ο άσπρος τοίχος» της Φλώρας Αντωνακοπούλου
Άστραψε ο τοίχος κάτασπρος στις σαϊτιές του ήλιου.
Άσπρο πολύ, θαμπώσανε τα μάτια μου, δεν έβλεπα μπροστά μου.
Κι εκεί, σαν νεύμα φωτεινό, ίχνος,
το χέρι εκείνου που μ’ επέβλεπε να συναινεί στο χρώμα.
Τα δέντρα ακίνητα στο φως, μ’ εσπεριδοειδών ανθούς παχύ το στρώμα
Κι εγώ εκεί να επιτηρώ αυτά που εκείνος φύτεψε και πότισε και ράντισε
και που ‘ναι τώρα;
Στον άσπρο τοίχο άφηνε αόρατο σημάδι
κάθε που φτάναμε, κάθε που φεύγαμε.
με φίλημα ιερό τον άσπρο τοίχο χαιρετούσε,
κι εγώ παράξενα κοιτούσα, δεν ένιωθα τι σήμαινε απώλεια .
Ήξερε εκείνος, το είχε νιώσει από καιρό,
μαύρο βουνό τα σωθικά του να πιέζει.
Ήταν εκείνη που έλειπε, παντού παρούσα
σάλευε στα δέντρα, στους ανθούς, στον άσπρο τοίχο.
Τώρα εικόνα ιερή, αόρατη, των δυο τους χωνεμένη
πάντα εκεί, κάθε που φτάνω, κάθε που φεύγω,
εκείνης που εγκατέλειψε πιο πρώτη τον αγώνα
κι εκείνου που ακολούθησε μετά
αφήνοντας λευκό τον κάτασπρο τον τοίχο.