fbpx
«Ο αντίκτυπος του τραύματος του ’22 στον αναπροσδιορισμό της σχέσης ανθρώπου και χώρου στην πεζογραφία της Γενιάς του ’30»

«Ο αντίκτυπος του τραύματος του ’22 στον αναπροσδιορισμό της σχέσης
ανθρώπου και χώρου στην πεζογραφία της Γενιάς του ’30»

του Τάσου Μιχαηλίδη

 

Συνοψίζοντας τις πολιτικές και πολιτισμικές ζυμώσεις των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, στα 1900 η δημοτική έχει επικρατήσει στον ποιητικό λόγο και βαθμιαία κατακτά και την πεζογραφία. Την περίοδο αυτή ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή της πολιτικής ζωής και οι Βαλκανικοί πόλεμοι προσαρτούν νέα εδάφη στο μέχρι τότε αναιμικό ελληνικό κράτος. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος φέρνει, όμως, στο προσκήνιο εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ του κυβερνήτη και του βασιλέα Κωνσταντίνου, που είχε φιλογερμανική στάση. Αν και το κίνημα της Θεσσαλονίκης (1916) έφερε εν τέλει την Ελλάδα στο στρατόπεδο των νικητών (δυνάμεις της Αντάντ), η εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 και κυρίως η οριστική απώλεια των μικρασιατικών εδαφών, καθώς οδηγεί στην κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, λειτουργούν ως καταλύτης για μια σειρά από αλλαγές σε όλους τους τομείς του κοινωνικού βίου.[1]

Η ανταλλαγή των πληθυσμών αλλάζει ριζικά τις κοινωνικές ισορροπίες, ενώ οι νέες συνθήκες παράγουν ένα πολύ διαφορετικό πολιτισμικό τοπίο την περίοδο του Μεσοπολέμου. Οι ομάδες των νεότερων λογοτεχνών διεκδικούν τη δική τους θέση στον λογοτεχνικό κανόνα και επιδιώκουν να εκφράσουν μέσω της γραφής τους τα κοινωνικά και αισθητικά αιτήματα της νέας εποχής. Η πρώτη μεσοπολεμική γενιά, οι Μετασυμβολιστές και Νεορομαντικοί της γενιάς του 1920, βιώνουν το τραύμα της Μικρασίας ως ένα ακόμα οδυνηρό βίωμα που έχει επιπτώσεις στη σχέση τους με την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Απορρίπτουν τα ιδανικά που ανέθρεψαν τη γενιά τους, μετατρέπουν την απαισιοδοξία τους σε δομικό στοιχείο της γραφής τους και καταφεύγουν στην ονειροπόληση.

Ωστόσο, η δεύτερη μεσοπολεμική γενιά, η αποκαλούμενη «Γενιά του ’30», διαμορφώνει μια ξεχωριστή στάση απέναντι στις ανοιχτές πληγές που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή στον εθνικό βίο. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί σημαίνοντες πεζογράφοι και ποιητές της έχουν καταγωγή από τα εδάφη της Ανατολής (Φ. Κόντογλου, Η. Βενέζης, Γ. Σεφέρης κ.ά.) και τα βιώματά τους συνιστούν βασικό άξονα της αισθητικής τους συγκρότησης. Παρά τις ετερόκλητες τάσεις της λογοτεχνικής παραγωγής, οι νέοι δημιουργοί επιδιώκουν τη συσπείρωση σε λογοτεχνικούς κύκλους – βλ. περιοδικά της περιόδου, όπως η Ιδέα (1933-1934), τα Νέα Γράμματα (1935-1945) και οι Νέοι Πρωτοπόροι (1932-1936) για τον κόσμο της Αριστεράς.[2]

Εστιάζοντας στους πεζογράφους που συγκροτούν τη «λεσβιακή άνοιξη», γνωστούς και με τον όρο «Αιολική Σχολή» (π.χ. Η. Βενέζης) και στην ομάδα του Αστικού Ρεαλισμού της Αθήνας (π.χ. Γ. Θεοτοκάς), είναι φανερό σε τι βαθμό η ήττα του 1922, ως τέλος εποχής, δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για μια ουσιαστική ανανέωση του εγχώριου λογοτεχνικού τοπίου με ποικίλες προεκτάσεις στον εθνικό χώρο. Οι κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της περιόδου τούς οδηγούν να αναζητήσουν μια νέα σύλληψη της ελληνικής ταυτότητας με πολιτισμικούς όρους, μέσω της ανάδειξης των εθνοτοπίων στα έργα τους. Και στις δύο ομάδες πεζογράφων, η ιδεολογική συσχέτιση χώρου και έθνους στα λογοτεχνικά τους κείμενα επιδιώκει να καλύψει το κοινωνικό χάσμα που προξενεί η Μικρασιατική Καταστροφή.

Όπως και αρκετοί ποιητές της γενιάς, οι πεζογράφοι που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής του κύκλου των Νέων Γραμμάτων συνδέουν τον πολιτικό φιλελευθερισμό με τη φιλοδοξία τους να επιτύχουν αλλαγές στο λογοτεχνικό πεδίο, οι οποίες θα απηχούν δυναμικά το αίτημα για τη δημιουργία μιας νέας μορφής συλλογικότητας. Σε αυτή την προσπάθεια, η λεκτική απεικόνιση του τόπου ως πολιτισμικού δείκτη ανάγεται σε κεντρικό άξονα οργάνωσης της πεζογραφίας τους. Επικαιροποιώντας βασικές θέσεις του Π. Γιαννόπουλου, εστιάζουν σε μια συμβολοποιητική απόδοση της πολυμορφίας (ορεινό, πεδινό, θαλασσινό) του γεωγραφικού χώρου, η οποία δεν λειτουργεί αποπροσανατολιστικά για το ανθρώπινο βλέμμα, αλλά ενοποιείται χάρη στη διάχυτη φωτεινότητα του μεσογειακού ήλιου και στο καμπυλόγραμμο σχήμα των βουνών και ακτογραμμών της ελληνικής επικράτειας.

Η αισθητική μορφοποίηση του τόπου υπηρετεί στα έργα τους το βίωμα της πολιτισμικής ενότητας και της διαχρονικής παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στις περιοχές που περιγράφονται. Οι αποδόσεις των υλικών αρχαιοτήτων και η ιδεοποίηση των ερειπίων μαρτυρούν ρομαντικές καταβολές, καθώς παραπέμπουν στις ταξιδιωτικές περιγραφές περιηγητών του 18ου και 19ου αιώνα.[3] Η αισθητικοποίηση του χώρου, για την οποία γράφει ο Δ. Τζιόβας[4], στην πεζογραφία της γενιάς ενσαρκώνει την πολιτιστική ιδεολογία μιας κοινωνικής ομάδας που διεκδικεί τη δραπέτευση από το ασφυκτικό κλίμα της μετα-μικρασιατικής Ελλάδας. Η λογοτεχνική απεικόνιση του ελληνικού τοπίου δεν συνιστά μια ηθογραφική-φωτογραφική περιγραφή, αλλά προβάλλει έναν ιδεατό χώρο όπου παρόν, παρελθόν και μέλλον της εθνότητας συναιρούνται αναγωγικά. Τα εθνοτοπία τους εγγράφουν στο κείμενο μια σειρά από μηνύματα συσπείρωσης και υπαινίσσονται μια ενδεδειγμένη στάση ως προς τον τρόπο βίωσης του χώρου.

Ανάλογα με την ποίηση του Γ. Σεφέρη, προτιμούν να προβάλλουν τόπους που συνδυάζουν ιστορικό ενδιαφέρον και φυσικό κάλλος, για να αναδείξουν συνδηλωτικά την οργανική συσχέτιση φύσης-ανθρώπου και γεωμορφολογίας – ιστορικής μνήμης. Ο αναγνώστης ακολουθεί το βλέμμα των εστιαστών, καθώς παρατηρούν εκστατικά από προνομιακά σημεία τις ιδανικές αναλογίες των μνημείων, φανερώνοντας τον βαθμό που η ανθρώπινη δράση έχει πλήρως αξιοποιήσει ως πρότυπό της τη συμμετρία της ελληνικής φύσης. Οι αρχαιολογικοί χώροι, με φόντο τον σύγχρονο οικιστικό ιστό και τους δασωμένους λόφους ή τον ανοιχτό ορίζοντα της θάλασσας, αναδεικνύουν διαφορετικές όψεις της γοητείας του τοπίου. Αυτή η επαναλαμβανόμενη συσχέτιση στις συνθέσεις τους επιδιώκει να παράγει σημειακούς δείκτες που επιχειρηματολογούν πειστικά για την αέναη παρουσία του ελληνικού στοιχείου στα συγκεκριμένα εδάφη. Τα ετερόκλητα στοιχεία της τοπιογραφίας τους εναλλάσσονται μπροστά στον αναγνώστη, χωρίς να τον εξουθενώνουν, εφόσον η διαύγεια του φωτός εναρμονίζει οπτικά τις εναλλαγές, παράγοντας έναν ενιαίο ρυθμό στην οπτική παρουσίασή τους. Διαβάζουμε στον Η. Βενέζη: «Το φως κι η άνοιξη. […] –και τότε ξέρεις πως αυτό μονάχα στην Ελλάδα μπορούσε να γίνη […] Το φως χτυπά τις άσπρες πέτρες, τις μεταμορφώνει […] είναι μια επιφάνεια που πάλλεται, έχει ψυχή και μιλά. […]».[5]

Οι λεκτικές απεικονίσεις των πολιτιστικά προσδιορισμένων χώρων τους συμβάλλουν σε έναν ανοιχτό διάλογο της περιόδου ανάμεσα σε διανοούμενους, λογοτέχνες και καλλιτέχνες αναφορικά με τα στοιχεία που παράγουν συνοχή σε μια κοινότητα. Οι αισθητικές αναζητήσεις τους είναι άμεσο παράγωγο του ψυχικού τραύματος που προξένησε η ήττα του ’22, αφήνοντας, όμως, «μαζί μια δίψα ασύχαστη […] για κάτι που να αντικαταστήσει το χαμένο ιδανικό […]», όπως αναφέρει ο Γ. Θεοτοκάς.[6]

Οι αισθητικές επιλογές των πεζογράφων της Γενιάς του ’30 είναι μια ακόμα ισχυρή ένδειξη της αλληλεπίδρασης των κοινωνικών ζυμώσεων με την πολιτισμική παραγωγή κάθε εποχής. Η οδυνηρή περιπέτεια του μικρασιατικού ελληνισμού, που άλλαξε την εθνολογική σύσταση του ελληνικού κράτους, εκτός από τις ζοφερές επιπτώσεις σε ανθρώπινο και πολιτικό επίπεδο που προκάλεσε, αποτέλεσε, την ίδια στιγμή, εφαλτήριο για την επίτευξη μιας σημαντικής ανανέωσης των ελληνικών γραμμάτων. Σηματοδοτεί την εμφάνιση ποιητών και πεζογράφων μιας γενιάς που μας έδωσε δύο Νόμπελ, οι οποίοι επιχείρησαν να αναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με την εγχώρια παράδοση και συνέδεσαν δημιουργικά τη νεοελληνική λογοτεχνία με τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Αν και η αξία των ποιητών της είναι ευρέως γνωστή στην ελληνική κοινωνία, οι μείζονες πεζογράφοι της περιόδου, επίσης, συνέβαλαν μέσω των εθνοτοπίων τους στην κατασκευή μιας νέας συλλογικότητας. Με τη γενικότερη πνευματική στάση τους υπήρξαν συνδιαμορφωτές μιας νεοπροσδιορισθείσας εθνικής συνοχής.

Παρά τις όποιες ενστάσεις ή προβληματισμούς έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από μελετητές για τους όρους που προσδιορίζουν αυτή τη γενιά ή για τον βαθμό που οι πεζογράφοι της άλλαξαν ή όχι τη φυσιογνωμία του νεοελληνικού μυθιστορήματος, οι εκπρόσωποί της έχουν τη δική τους συνεισφορά στον τρόπο που διαμορφώθηκε η αυτοαφήγηση των Νεοελλήνων στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Αναδεικνύοντας τους δεσμούς που ενώνουν σφιχτά την Ελλάδα ως πολιτιστική κληρονομιά και πολιτικό μόρφωμα με την ευρωπαϊκή ιδέα, φανερώνουν για μια ακόμα φορά πόσο ο ρόλος της λογοτεχνίας παραμένει σημαντικός για τη διαμόρφωση της αυτοεικόνας μιας γλωσσικής κοινότητας, καθώς η αισθητική της λειτουργία είναι άρρηκτα δεμένη με την κοινωνική της διάσταση.

Τάσος Μιχαηλίδης, Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας, διδάσκων ΠΑΔΑ

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πολίτης, Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Τραπέζης, 2009, 251-252.
[2] Ντουνιά, Χ., Αργοναύτες και σύντροφοι. Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου στη δεκαετία του ’30, Αθήνα: Εστία, 2021, 17-18.
[3] Χαμηλάκης, Γ., Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, μτφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2012, 39-41.
[4] Τζιόβας, Δ., Ο μύθος της γενιάς του τριάντα. Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία, Αθήνα: Πόλις, 2011, 395-397.
[5] Βενέζης, Η., «Η ποιμενίς του Μεγάλου Σπηλαίου», Αρχιπέλαγος, Αθήνα: Εστία, 2007, 59-60.
[6]. Θεοτοκάς, Γ., Πνευματική Πορεία, Αθήνα: Εστία, 1994, 101-102

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.