fbpx
«Οι στρατηγοί με τα γυάλινα πόδια»[1]

«Οι στρατηγοί με τα γυάλινα πόδια»[1]

της Ευγενίας Λαγού

 

H χώρα, μέχρι το καλοκαίρι του 1922, είχε ήδη διανύσει μία δεκαετία συνεχούς πολεμικής δραστηριότητας και αδιάλειπτων πολεμικών περιπετειών διαφορετικών ταχυτήτων με στόχο –ή «αποστολή»[2]– μία νέα έκδοση της παλιγγενεσίας, ξανακοιταγμένη, συμπληρωμένη, περίπου επετειακή, επικά ηρωική αλλά με τραγικό φινάλε.

Με τους Βαλκανικούς πολέμους μπορεί να άνοιξε ο δρόμος για την Πόλη, έτσι που κάθε αληθινός πατριώτης να βλέπει πια από το παράθυρό του τον τρούλο της Αγιά Σοφιάς[3], ο εχθρός, ωστόσο, σταδιακά προσλάμβανε πρωτεϊκά χαρακτηριστικά (π.χ. Σενεγαλέζοι του γαλλικού στρατού και Ρώσοι μπολσεβίκοι) –ακόμη και ο «προαιώνιος» βρισκόταν σε διαδικασία μετουσίωσης: από Οθωμανός υπήκοος σε Τούρκο εθνικιστή–, ενώ ταυτόχρονα ο προορισμός μετατοπιζόταν διαρκώς ή απομακρυνόταν όλο και περισσότερο σχηματίζοντας απροσδόκητες τεθλασμένες από ένα ντόμινο αποφάσεων αβέβαιων ή βεβιασμένων, που διέγραφαν κάθε φορά και έναν άλλο ορίζοντα, όπως αποτυπώνεται στο στρατιωτικό, κατά μίμηση του δημοτικών, τραγούδι: «Σε καινούρια βάρκα μπήκα, πέρα στη Ρουσία βγήκα./ Ρούσες να μας δούνε βγαίνουν και με λούλουδα μας ραίνουν./ –Ελληνόπουλα καημένα τι γυρεύετε στα ξένα;/ […] Πού σας σύρνει ο αρχηγός σας στο μακρύ το δρόμο μπρος σας;/ –Από τη Ρουσία σύρνει δρόμος ίσια για τη Σμύρνη».[4]

Με τους Βαλκανικούς πολέμους, επίσης, δημιουργούνται νέα ανισοποιητικά πληθυσμιακά κριτήρια, «δύο νέα είδη Ελλήνων», που άρχισαν «να γνωρίζονται καλύτερα, κι ανάμεσό τους μπήκε το νιτερέσο και η κριτική»[5]. Από τη μια, οι εκατόχρονοι παλαιοελλαδίτες, που το προβάδισμα της εθνικής ενηλικίωσης τους εξασφάλιζε μέχρι τότε, σχεδόν μονοπωλιακά, όχι μόνο τη διαχείριση της εξουσίας και του εθνικού συμβολικού κεφαλαίου, αλλά και την αποκλειστικότητα στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, όπως και στη σύνθεση του εθνικού αφηγήματος. Από την άλλη, οι εθνικά ανήλικοι κάτοικοι των Νέων Χωρών, οι οποίοι «μετά τη βράση του πρώτου ενθουσιασμού» συνειδητοποίησαν πως βρίσκονταν, αν όχι στο περιθώριο, κάπως απόκεντρα από την ενεργό εθνικοπολιτική δράση, γεγονός που απομείωνε το μερίδιο εξουσίας που ανέμεναν ή που τους αναλογούσε, δημιουργώντας, εκτός από δυσαρέσκεια και απογοήτευση, διάθεση επαναξιολόγησης και επαναπροσδιορισμού της προσπάθειάς τους, διάθεση που διατυπώνεται εύστοχα στη φράση: «Καλύτερα να το περιμέναμε τ’ αρχοντόπουλο, παρά που μας ήρθε».[6]

Με τον διχασμό (1916-1917) και την αναζωπύρωσή του (εκλογές Νοεμβρίου του 1920), νέα διαφοροποιητικά κριτήρια συγκροτούνται και μάλιστα ικανά να οδηγήσουν στην «ομαδική παραφροσύνη» και «να αναποδογυρίσουν όλα τα όνειρα του Γένους»[7].

Η ανισοποιητική πρακτική της εποχής ενυπάρχει και στο στράτευμα. Από τη συμμετοχή στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι την παλινόρθωση ο ελληνικός στρατός είχε αποκτήσει μία σχετική ομοιογένεια: επιτελείς και απλοί στρατιώτες ήταν ή τουλάχιστον έδειχναν να είναι βενιζελικοί. Οι βασιλόφρονες ή όσοι δεν θέλησαν να συμβιβαστούν με τη νέα κατάσταση είχαν αποταχθεί ή παραμεριστεί. Χαρακτηριστική είναι η διαταγή για τη συγκρότηση Τάγματος Ασφαλείας από επίλεκτους οπλίτες του μικρασιατικού μετώπου, το οποίο επρόκειτο να μεταφερθεί στην Ελλάδα για να περιφρουρήσει την εκλογική διαδικασία. Η διαταγή, αφού ζητεί να αποσπαστεί από κάθε λόχο ένας αριθμός οπλιτών, ορίζει: «Χαρακτηρίσατε τούτους οπαδούς Ελευθερίου Βενιζέλου και κόμματος Φιλελευθέρων. Ελλείψει τοιούτου φρονήματος, όπερ απίθανον, επιλέξατε τους καλυτέρους των στρατιωτών εκ των εχόντων πλείστα όσα εξάμηνα εν τω Συντάγματι»[8]. Πράγματι, το συγκεκριμένο τάγμα εκπλήρωσε την αποστολή του ενώ η εκλογική ήττα του Βενιζέλου ήταν εκκωφαντική: «Αυτές οι φωνές ακούγονταν περίεργα στ’ αυτιά μας, αφού στο στρατό, επί μία τριετία που είχα ζήσει εγώ, απαγορευόταν να φωνάζει κανείς το όνομα του βασιλιά. Και αν του ξέφευγε, δεν έπαιρνε άδεια και δύσκολα έμπαινε στο νοσοκομείο»[9].

Μετά τις εκλογές, ακολούθησε θεαματική επάνοδος των αποτάκτων στις τάξεις του στρατού διαρρηγνύοντας την εύθραυστη κρούστα ομοθυμίας που είχε δημιουργήσει η έως τότε κοινή πολεμική προσπάθεια. Παρά τις μεγαλοπρεπείς εορτές στο μέτωπο, παρουσία του βασιλιά-αρχιστράτηγου, του πρωθυπουργού και μελών της κυβέρνησης –με παράταιρα πληθωριστικές παρασημοφορήσεις, παρελάσεις ιππικού, μέχρι και καμήλων–, οι οποίες απαθανατίζονταν από πλήθος φωτογράφων και κινηματογραφιστών[10], το τέλος θα ήταν άδοξο. Με χάρτες ανακριβείς[11], χωρίς όπλα[12], χωρίς πόρους, με συνεχείς τις εναλλαγές στην ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, ο ελληνικός στρατός υποχώρησε ατάκτως. Έξι κρίθηκαν υπαίτιοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή και καταδικάστηκαν σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, για να αθωωθούν ογδόντα οκτώ χρόνια μετά με απόφαση του Αρείου Πάγου[13]. Όσο για τους στρατιώτες-«φυγάδες»[14], σύμφωνα με τον Χατζανέστη και τους επιτελικούς που προσπάθησαν να μεταθέσουν την υπαιτιότητα στο στράτευμα, επιλέγω: «Και τώρα τι γίνεται; Θέση για μας πουθενά. Τις είχαν καταλάβει οι φυγόστρατοι και οι λιποτάκτες του εξωτερικού, αλλά και του εσωτερικού. Και σε κοίταζαν αφ’ υψηλού σαν να σου ’λεγαν: “Ποιος σου είπε να πας να πολεμήσεις!” Τα κόκαλα των νεκρών πουλήθηκαν αργότερα με την οκά στα εργοστάσια Ευρώπης και Αμερικής για να ξεχρωματίζεται η ζάχαρη»[15].

Ευγενία Λαγού, ιστορικός, υποψήφια διδάκτωρ στον Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Αφορμή για τον τίτλο στάθηκε σχόλιο της Έλενας Βενιζέλου στην αυτοβιογραφία της (1955) για τον αρχιστράτηγο Γεώργιο Χατζανέστη «που φανταζόταν πως τα πόδια του ήταν από γυαλί». Έλενα Βενιζέλου, Στη σκιά του Βενιζέλου, μτφρ.: Εύη Μελά, Αθήνα, εκδ. Ωκεανίδα, 2002, σ. 82.
[2] Ο Κωνσταντίνος στα διαγγέλματά του προς τον ελληνικό λαό και τα στρατεύματα (Μάιος 1921), με λόγο που φλερτάρει τον θεολογικό, υπογραμμίζει εμφαντικώς πως «τα όπλα ημών οδηγεί το παρελθόν της Φυλής», ενώ εκφράζει την περηφάνια του «διά την αποφασιστικότητα» με την οποία ο στρατός αγωνίζεται «τον απελευθερωτικό της Φυλής αγώνα» και μάλιστα «με την καρδίαν πλήρη από αγάπην προς την μίαν και αδιαίρετον Ελλάδα» και με «αφοσίωσιν προς την αποστολήν αυτής την μεγάλην και αιωνίαν». Γ.Ε.Σ, Η εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν, τ. 4ος, Αθήναι, έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, 1964, σσ. 9-10. Ενώ, ο αδελφός του Ανδρέας, αντιστράτηγος και καταδικασμένος μετά την καταστροφή «εις έκπτωσιν του βαθμού του και διαρκή εξορίαν» τοποθετεί τους ένδοξους νεκρούς στο πλάι των προπατόρων – οπλιτών της στρατιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στρατιωτών του Ηρακλείου και του Νικηφόρου Φωκά. Βασιλόπαις Ανδρέας, Δορύλαιον-Σαγγάριος 1921, Παρίσι, εκδοτικός οίκος «Αγών», 1928, σ. 242.
[3] Κώστας Βάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, φιλολ. επιμ.: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1981, σ. 169.
[4] «Το τραγούδι της Ρουσίας», μίμηση του δημοτικού «Οι Ψαράδες». Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα, Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία 1919, επιμ. Π. Α. Ζάννας, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 1982, σ. 149. Επίσης, για την εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία ενδεικτικά: Άγγελος Συρίγος – Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή, 50 ερωτήματα και απαντήσεις, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2022, σσ. 74-77.
[5] Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, Αθήνα, εκδ. Μεταίχμιο, 2013, σσ. 42-43
[6] Η φράση ανήκει στον δήμαρχο Πρεβέζης και παλαιό Μακεδονομάχο Βασίλειο Μπάλκο με αφορμή την ποιότητα δημοσίων υπαλλήλων που πλαισίωναν τις υπηρεσίες της Ηπείρου, η οποία «ήταν κατά κανόνα ή κάλαθος αχρήστων υπαλλήλων ή τόπος εξορίας και τιμωρίας». Παύλος Δελαπόρτας, το σημειωματάριο ενός πιλάτου, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1978, σ. 49.
[7] Π. Σ. Δέλτα, Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος, επιμ. Π. Α. Ζάννας, Αθήνα, εκδ. Ερμής, 2002, σ. 80.
[8] Χρήστος Καραγιάννης, Η ιστορία ενός στρατιώτη (1918-1922), επιμ.-σχολιασμός: Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 2013, σ. 158.
[9] Ό.π., σ. 167.
[10] Στυλιανός Επ. Γονατάς, Απομνημονεύματα, Αθήναι, 1958, σ. 171.
[11] Γ.Ε.Σ., ό.π., υποσ. 2, σ. Χ.
[12] Η συζήτηση του Ιωάννη Μεταξά με τον Δημήτριο Γούναρη και τους υπουργούς της κυβέρνησής του σχετικά με τον επιτελικό σχεδιασμό καταγράφεται, με όρους σουρεαλισμού, στο προσωπικό ημερολόγιο του πρώτου. Ενδεικτικά, ο Μεταξάς πληροφορείται πως «αι ενισχύσεις που στέλλωνται στο μέτωπο δεν είναι ωπλισμέναι», καθώς επίσης ότι στα μετόπισθεν έχουν διανεμηθεί σύγχρονης τεχνολογίας μάνλιχερ ενώ αντίθετα στην πρώτη γραμμή παλαιού τύπου γκρα, την ανταλλαγή των οποίων αποφασίζει η κυβέρνηση εν όψει, μάλιστα, επικείμενης επιθέσεως. Ιωάννης Μεταξάς, Το προσωπικό του ημερολόγιο, τ. 3ος, Αθήναι, εκδ. Γκοβόστη, χ.χ., σ. 76.
[13] Σίλα Αλεξίου, «Αθωώθηκαν 88 χρόνια μετά!», εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 21/10/2010.
[14] Πριν από την εκτέλεσή του, ο Γ. Χατζανέστης έπρεπε να υποστεί και καθαίρεση. «Όταν του ανεγνώσθη το κείμενον της καθαιρέσεως, δεν αφήκε να τον πλησιάσουν. Επέταξε το πηλήκιον και τα επωμίδιά του και είπεν: –Η μόνη μου εντροπή είναι ότι υπήρξα αρχιστράτηγος φυγάδων!» Γεώργιος Ι. Πεσμαζόγλου, Το χρονικόν της ζωής μου, Αθήναι, 1980, σ. 141.
[15] Πέτρος Αποστολίδης, Όσα θυμάμαι 1900-1969, τ. Β’, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1983, σ. 49.

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.