fbpx
«Λαϊκοί ποιητές και Μικρασιατική Καταστροφή»

«Λαϊκοί ποιητές και Μικρασιατική Καταστροφή»

της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

 

Έχει δειχθεί ότι η λαϊκή ποίηση –από το δημοτικό τραγούδι και μέχρι την επώνυμη λαϊκή ποιητική δημιουργία– μετέχει στα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας, όταν μάλιστα ο ίδιος ο δημιουργός έχει βιώσει εν τω γίγνεσθαι την ανέλιξη δραματικών περιπλοκών τους. Η Μικρασιατική Καταστροφή, το δραματικότερο γεγονός της νεοελληνικής ιστορίας, που συνδέθηκε με την τραγωδία του ξεριζωμού ενάμισι σχεδόν εκατομμυρίου ανθρώπων από τις πανάρχαιες ελληνικές εστίες της Ανατολής, προκάλεσε έναν ισχυρό ψυχικό και συναισθηματικό κραδασμό, τόσο στη λόγια όσο και στη λαϊκή δημιουργία. Επιλέγω σ’ αυτό το αφιέρωμα να ασχοληθώ, ως συμβολή στα θέματα και στις ιδέες που θα κατατεθούν εδώ, με την περίπτωση ενός σημαντικού λαϊκού ποιητή από το χωριό Τσουκαλάδες Λευκάδας: του Θωμά Ροντογιάννη (1884-1952).[1]

Εισαγωγικά αναφέρω ότι την παρουσία του φαινομένου των επώνυμων λαϊκών ποιητών στο νησί της Λευκάδας ερεύνησε σε όλη του την έκταση, τόσο μέσα στον 19ο όσο και στον 20ό αιώνα, και μέχρι το 1985, ο Σπύρος Βρεττός, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής, με θέμα: Οι λαϊκοί ποιητές της Λευκάδας (1900-1985) ως κοινωνικό φαινόμενο (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1991). Ανακάλυψε και κατέγραψε γι’ αυτό το χρονικό διάστημα 187 περίπου ποιητές – έναν μεγάλο αριθμό λαϊκών ποιητών, διεσπαρμένο ανισομερώς στα διάφορα χωριά, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της επιμέρους τοπικότητας: το φυσικό περιβάλλον, το οικονομικό περιβάλλον και τις οικονομικές σχέσεις, την πολιτιστική ζωή, την κοινωνική προέλευση και θέση των λαϊκών ποιητών και τη λειτουργία των οικογενειακών πυρήνων, το δημιουργικό δηλαδή πνεύμα που ανιχνεύεται σε κάποιες οικογένειες (spiritus familiaris) και κληρονομείται διαχρονικά. Έτσι, ο ερευνητής διαμορφώνει ένα μοντέλο ερμηνείας της παρουσίας –ή μη– λαϊκών ποιητών, με βάση το οποίο μπορεί να διερευνηθεί και να ερμηνευθεί γενικά το φαινόμενο.

Είπαμε παραπάνω ότι ο λαϊκός δημιουργός βιώνει με έντονο συγκινησιακό τρόπο την ιστορία. Και με τον ρεαλισμό που εκπηγάζει από το σκληρό πρόσωπο της ιστορίας απέναντι στον απλό άνθρωπο, τον καταδικασμένο εν πολλοίς στην ανεπάρκεια των μέσων επιβίωσης, στον σκληρό καθημερινό αγώνα, στην αβεβαιότητα και στον θάνατο, που είναι περισσότερο βέβαιος γι’ αυτόν, καθώς μαζί με τη διαχρονική κατάσταση πενίας συνυπάρχουν φυσικές καταστροφές, επιδημίες, πόλεμοι και οι συνακόλουθοι αυτών των δεινών μαζικοί θάνατοι.[2]

Επόμενο είναι η Μικρασιατική εκστρατεία και στη συνέχεια η ολική Καταστροφή να σημαδέψει ποικιλοτρόπως την ψυχή των ανθρώπων που μετείχαν ή απλώς έζησαν τα γεγονότα. Έτσι, οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913, ο Διχασμός, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική εκστρατεία αποτυπώνονται εμφαντικά στην ποίηση των επώνυμων λαϊκών ποιητών της Λευκάδας. Και στη συνέχεια ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, οι μετεμφυλιακές διώξεις, η Κύπρος, η Δικτατορία… Δεν πρόκειται ωστόσο για απλή καταγραφή των γεγονότων. Ο λαϊκός ποιητής εκφράζεται κριτικά για τα γεγονότα, τις αιτίες που τα προκαλούν, τους υπαίτιους, τον ρόλο των ενδογενών και εξωγενών παραγόντων, εκδιπλώνοντας ταυτόχρονα και τα ηθικά του αιτήματα απέναντι στην ιστορία με βάση τη βιωμένη, από μια μακρά παράδοση, λαϊκή ηθική.

Το ποίημα που θα μας απασχολήσει είναι ένα δραματικό, αριστουργηματικό επύλλιο του λαϊκού ποιητή Θωμά Ροντογιάννη, με τίτλο «Τα τελευταία όνειρα». Αποτελείται από 280 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους –η στιχουργική του δημοτικού τραγουδιού– συντεθειμένους με πηγαία ευαισθησία, στιχουργική επιδεξιότητα και αναπτυγμένη ιστορική συνείδηση. Το εκτεταμένο ποίημα παρουσιάζει ευφάνταστα την προσωπική σύλληψη και λογοτεχνική-ποιητική απόδοση ενός τραγικού γεγονότος της ιστορίας, που συντελείται την επαύριον της Καταστροφής, ως μια ακόμα δραματική παρενέργεια της εθνικής τραγωδίας: τη «Δίκη των Έξι» από Έκτακτο Στρατοδικείο και την άμεση εκτέλεσή τους στο Γουδί, ξημερώματα της επομένης από την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, κι ενώ λειτουργούσε ένα έντονο ευρωπαϊκό και αμερικανικό παρασκήνιο διπλωματικών επαφών για τη μη εκτέλεση της ποινής.[3]

Δεν είναι στις προθέσεις του σύντομου αυτού κειμένου να καταπιαστεί με το ίδιο το γεγονός της «Δίκης των Οκτώ» και της «Εκτέλεσης των Έξι», αλλά να δώσει περιεκτικά το γενικό περιεχόμενο και σχήμα της ποιητικής λαϊκής θεώρησης στο συγκεκριμένο ποίημα. Το μυθοπλαστικό σκηνικό μεταφέρεται στη φυλακή όπου βρίσκονται δέσμιοι οι οκτώ κρατούμενοι, ως πρωταίτιοι (;) της εθνικής συμφοράς, περιμένοντας αγωνιωδώς, μεταξύ ελπίδας και οριακού φόβου, την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Ο αφηγητής μάς ξεναγεί στον χώρο και στις συνθήκες των κρατουμένων, στην ψυχική τους κατάσταση, επινοώντας τον ρόλο τού –υποτιθέμενου– αυτόπτη μάρτυρα της σκηνής όπου οι φυλακισμένοι, αφυπνιζόμενοι εν ταραχή, παίρνουν με τη σειρά ο καθένας τον λόγο. Για να πει τι; Για να ξετυλίξει, με απόλυτη διαύγεια, το μακάβριο, αποτρόπαιο όνειρό του της νύχτας, μεταξύ θρίλερ και gothic και σουρεαλιστικής φαντασίωσης, που προεξαγγελτικά στην εμπειρική, λαϊκή ερμηνεία του, υπαινίσσεται την πιο μαύρη τύχη για τους κρατούμενους.

Ο αφηγητής τούς αφήνει διακριτικά να συνομιλούν μεταξύ τους και να αφηγούνται, με τη μεσολάβηση σύντομων διαλόγων, το προφητικό του ο καθένας όνειρο. Παραθέτουμε ενδεικτικά το όνειρο του Δημητρίου Γούναρη:

Ακούτε, φίλοι, όνειρο, που ’δα δυστυχισμένο,
Ογλήγορα μου φαίνεται στον Άδη κατεβαίνω.
Είδα θεόρατο βουνό εις την Μικρά Ασία
Και στην κορφή καθόμαστε, είχαμε θεωρεία…
Όλο τον κόσμο βλέπαμε που ήτανε μπροστά μας,
Το μέτωπο αγναντεύαμε και τα στρατεύματά μας.
Ο ήλιος ήτανε λαμπρός, αγέρας δε φυσούσε,
Η μέρα ήτανε γλυκειά κι ο κόσμος εγελούσε.
Και μες την τόση μας χαρά, την τόση καλοσύνη,
Ακούσατε ανέλπιστο, τρανό κακό που εγίνη…
Μεμιάς αστράφτει και βροντά, η μέρα σκοτειδιάζει,
Και μαύρη αντάρα πλάκωσε, σ’ όλη την οικουμένη.
Και το βουνό που μέναμε, Βεζούβιος εγίνη
Κι άνοιξε τον κρατήρα του κι όλους μας καταπίνει…
Στον Άδη τότε βρέθηκα, εσάς σας είχα χάσει,
Στη λίμνη επερίμενα, βάρκα να με περάσει…
Η βάρκα ήρθε, πέρασα απ’ την Αχερουσία,
Κι αντάμωσα τους πρόσφυγες, απ’ τη Μικρά Ασία…
Σαν είδαν και με γνώρισαν απ’ το λαιμό με πιάνουν
Και με κλωτσιές και αγκωνιές, ανάθεμα με κάνουν.
Κι όταν την κάμα μου ’χανε, στο στήθος μου βαλμένη,
Έτρεξαν και με γλίτωσαν άλλοι αποθαμένοι.
Κατόπιν επροχώρησα και παραμέσα μπαίνω,
Και βλέπω άλλον που ’ρχονταν, κοντά μ’ αποθαμένο…

Ακολουθεί σκηνή μοναδική στη σύλληψή της. Ο νεκρός πρωθυπουργός ενώπιον των μεγάλων της ιστορίας και της ελευθερίας: του Περικλή, των αρχαίων σοφών, των διακεκριμένων στρατηγών, του νεότερου ήρωα πολεμιστή – του Κολοκοτρώνη. Ο καθένας, με μια διαφοροποιημένη σημειολογία χειρονομιών, εκφράζει τον αποτροπιασμό και την περιφρόνησή του προς τον προδότη. Και τότε, πάνω στην απελπισία του ο πρωθυπουργός βρίσκεται εναγκαλισμένος από τους επώνυμους, μεγάλους προδότες της ιστορίας:

Και κάποιος με πλησίασε, ωσάν τον Παυσανία…
Σαν μ’ είδε και με γνώρισε, στα χέρια του με παίρνει,
Σαν αδελφός με φίλησε, στο σπίτι του με φέρνει.
Και ο Εφιάλτης πρόβαλε στα χέρια του μ’ αρπάζει.
Με φίλησε στα μάτια μου, με φίλησε στο στόμα,
Και μου ’πε σας περίμενα, δεν ήλθαν οι άλλοι ακόμα;
Του είπα πως σας έχασα, μα θα ’ρθετε νομίζω…
Και μου ’πε καταλύματα εγώ για σας φροντίζω…
Κατόπιν μ’ οδηγήσανε, κι από ένα μονοπάτι,
Στου Πλούτωνα κατέβηκα το φοβερό Παλάτι…
Κι όταν την πόρτα άνοιγα, για να τον χαιρετήσω,
Ο Κέρβερος εχούμηξε, και μ’ άρπαξε από πίσω…
Κι από το σβέρκο με κρατά, με κύλησε στη σκάλα,
Ο μαύρος εχιονίστηκα, αίμα δεν έχω στάλα…[4]

Ο Φρόιντ υποθέτει ότι το όνειρο υποκινείται πάντα από ένα παροντικό γεγονός, το οποίο έρχεται μέσω μιας διαδικασίας συνειρμών να μεταμορφώσει το πραγματικό με τη λειτουργία μιας συμβολικής των ονείρων.[5] Τα «Τελευταία όνειρα» ανήκουν στην κατηγορία των «βιογραφικών» ονείρων, όπου συμπλέκεται το έκδηλο με το λανθάνον περιεχόμενό τους. Οι ήρωες του ποιήματος –και πρωταγωνιστές της Ιστορίας– γίνονται φορείς μιας «ασυνείδητης φαντασίας», όπως εκείνη του λαού, και ακριβώς με τον ίδιο τρόπο προσφέρονται στη διαδικασία αποκρυπτογράφησης των νοημάτων τους: η «ανάγνωση» δηλαδή της σιβυλλικής γλώσσας των «Τελευταίων ονείρων» –όνειρα άγχους–, προοιωνίζεται εναργώς την απόφαση του Στρατοδικείου: εκτέλεση των έξι κατηγορούμενων (Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκη, Στράτου, Θεοτόκη, Μπαλτατζή, Χατζανέστη) και ισόβια κάθειρξη των άλλων δύο (Στρατηγού και Γούδα). Είναι θανάτου μήνυμα, και χάρου το σημάδι..., θα αποφανθεί με αφόρητη βεβαιότητα ο Γούναρης.

Το περιεχόμενο των ονείρων συνιστά μιαν ανεπανάληπτη διασταύρωση λαϊκού φαντασιακού, φροϊδικής προσέγγισης των ονείρων και σουρεαλιστικής ευρηματικότητας ανέλεγκτων συνειρμών, που ωστόσο εκσφενδονίζει εναργώς την οικτρή «λογική» του – την ετυμηγορία θανάτου. Οι σφοδρές αντιθέσεις ζωής και θανάτου, επιθυμίας και ανάγκης παράγουν εικόνες που κυμαίνονται από τον σολωμικό λυρισμό μέχρι τη βαλαωριτική morbidity.

Ο λαϊκός ποιητής έχει αναμφισβήτητα τη λογοτεχνική δεινότητα της ονειροπλασίας και της ψυχογραφικής απόδοσης των ηρώων του· που επιτρέπει το πέρασμα από την ιστορία στην ψυχολογία, από τον ορθολογισμό στη φαντασία. Και επιπλέον φέρει τη συνειδητή, κριτικά και ιδεολογικά επεξεργασμένη στάση του απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα.

Το συγκεκριμένο ποίημα του Θωμά Ροντογιάννη – μοναδικά δομημένη θεατρική ανα-παράσταση μιας υποθετικής, επώδυνης νύχτας των κρατούμενων πολιτικών και στρατιωτικών, θα ολοκληρωθεί με τη σκηνική παρουσία του παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος και θα μεταδώσει επακριβώς το καταδικαστικό αποτέλεσμα και το ύστατο επιθανάτιο τελετουργικό. Ταυτόχρονα, διακρίνεται και η (σκληρή) στάση του αφηγητή –ταυτίζεται με τον ποιητή– απέναντι στην ιστορική απόφαση της καταδίκης και της εκτέλεσης.

Σωθήκανε τα ψέμματα, τσ’ αλπούς τα παραμύθια,
Τα τελευταία όνειρα ήταν μονάχα αλήθεια…

Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και ποιήτρια

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο Θωμάς Ροντογιάννης (1884-1952), από Τσουκαλάδες Λευκάδας, τελειόφοιτος του τετρατάξιου δημοτικού σχολείου. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Παντρεύτηκε την Αθηνά Σταματέλου και απόχτησε πέντε παιδιά. Έζησε μέσα σε υπερβολική φτώχεια. Βενιζελικός. Με την ευκαιρία επίσκεψης του Βενιζέλου στη Λευκάδα (Αύγουστος 1928), έγραψε ύμνο «Στον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο». Βλ. Σπύρος Βρεττός, Οι λαϊκοί ποιητές της Λευκάδας (1900-1985) ως κοινωνικό φαινόμενο, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1991, σ. 269.
[2] Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Το έγκλημα και οι κοινωνικοί του προσδιορισμοί, Λευκάδα 1900-1940, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1998.
[3] Γιάννης Μουρέλος, H επομένη μιας Καταστροφής (Σεπτέμβριος 1922 – Ιανουάριος 1923). Καταγραφές στα Διπλωματικά Αρχεία της Γαλλίας, Clio Turbata, https://clioturbata.com/%ce%b1%cf%80%cf%8c%cf%88%ce%b5%ce%b9%cf%82/the-next-day-of-asia-minor-catastrophe/πρόσβαση 24-9-2022.
[4] Από δακτυλογραφημένο χειρόγραφο του ποιητή. Βλ. και Σπύρος Βρεττός, ό.π., σ. 121-124.
[5] Sigmund Freud, Η ερμηνεία των ονείρων, μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης, Πλέθρον, Αθήνα 2018.

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.