fbpx
«Στο όνειρο πάντα η Ιωνία – Στρατής Δούκας»

«Στο όνειρο πάντα η Ιωνία – Στρατής Δούκας»

του Κώστα Ακρίβου

 

Είναι ένα κρύο απόγευμα του Δεκεμβρίου. Η βροχή που πέφτει εδώ και μέρες έχει μετατρέψει σε βαλτότοπο τα καπνοχώραφα και τους δρόμους ενός μικρού μακεδονικού χωριού. Ο ουρανός βαρύς, ο ορίζοντας χαμένος μες στα σύννεφα και την υγρασία. Το ίδιο χαμένοι μοιάζουν να είναι και οι λιγοστοί κάτοικοι που τολμούν να κυκλοφορούν μια τέτοια ώρα στα λασπωμένα δρομάκια. Ανάμεσά τους ένας ψηλόλιγνος άντρας, ντυμένος κάπως διαφορετικά από τους υπόλοιπους διαβάτες, κατευθύνεται προς το μοναδικό καφενείο της πλατείας. Σκυφτός, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει. Ένα σύννεφο από καπνό τού έρχεται κατά πρόσωπο, αλλά αυτός προχωρεί απτόητος και κάθεται σ’ ένα μικρό τραπέζι, στην πιο απόμερη γωνιά του καφενέ. Οι κουβέντες που φτάνουν στ’ αυτιά του είναι ίδιες κι απαράλλακτες από το στόμα όλων των χωρικών: «Φόροι, εντάλματα, εισπράκτορες, εκχερσώσεις, δάνεια, δάνεια…». Προσεκτικά και χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, ο άντρας βγάζει ένα μικρό μπλοκάκι και μες στο ντουμάνι, που έχει μετατρέψει το καφενείο σε τεκέ, σημειώνει και γράφει όσα ακούει.

Βρισκόμαστε στα 1928, στο χωριό Στουπί της Πιερίας, τη μετέπειτα Νέα Έφεσο, και ο γραφιάς δεν είναι άλλος από τον Στρατή Δούκα. Η σκηνή είναι καίρια και καθοριστική τόσο για την ψυχική υγεία και το μέλλον του ίδιου, όσο και για την εξέλιξη της τέχνης που υπηρετεί, καθώς από στιγμή σε στιγμή πρόκειται να εμφανιστεί ένας άνθρωπος που άθελά του θα προκαλέσει τη συνάντηση του τυχαίου με την Ιστορία και απ’ αυτή τη συνάντηση πρόκειται να γεννηθεί ένα από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου.

Ας επιστρέψουμε όμως στο εσωτερικό του καφενείου και μαζί με τον άντρα που κρατάει σημειώσεις ας γυρίσουμε και εμείς το βλέμμα προς την πόρτα, για να αντικρίσουμε έναν ξανθωπό χωρικό που κάνει εκείνη τη στιγμή την εμφάνισή του. Η φωνή που θα ακουστεί από κάποιον θαμώνα: «Α, να κι αυτός που έκανε τον Τούρκο για να γλιτώσει!», διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον Δούκα, μιας και τώρα καρφώνει τα μάτια στον καινούργιο πελάτη του καφενέ και όλος περιέργεια τον παρακολουθεί πώς είναι η κοψιά του, πώς ρουφάει αμίλητος το ούζο, πώς κοκκινίζει με κάθε κουβέντα που του απευθύνουν. Η ώρα περνάει. Και μαζί με την ώρα και τα απανωτά ποτηράκια, περνάει μπροστά από τα μάτια του πρόσφυγα και η περιπέτεια που έζησε στην Ανατολία λίγα χρόνια νωρίτερα. Το οινόπνευμα φέρνει τη ζάλη κι η ζάλη τη νοσταλγία – έστω και για πράγματα που όταν η μνήμη τα αγγίζει, αυτά σκούζουν από πόνο. Γιατί, πώς μπορεί να ξεχάσει τη μεγάλη περιπέτεια που τον σημάδεψε, όταν ντύθηκε και προσποιήθηκε τον Τούρκο για να γλιτώσει τη ζωή του; Και από τη στιγμή που η θύμηση του παίζει τέτοια παράξενα παιχνίδια, μήπως θα ’ταν καλό να διηγηθεί αυτή την ιστορία για να την μάθουν όλοι; Έτσι λοιπόν, μες στη νεκρική ησυχία του καφενείου και μ’ έναν άγνωστο να τον παρακολουθεί και να σημειώνει τα λεγόμενά του, ο πρόσφυγας αφήνει να βγουν μέσ’ από την καρδιά του όσα έζησε στην παλιά πατρίδα του. Λέει, λέει…

Ο Στρατής Δούκας στο μεταξύ παρακολουθεί, αφουγκράζεται, σημειώνει. Μέσα του έχει ξυπνήσει το αδηφάγο τέρας της συγγραφικής περιέργειας και αυτός το ταΐζει με ό,τι καλύτερο διαθέτει εκείνη τη στιγμή: την προσωπική ιστορία ενός βασανισμένου ανθρώπου. Αισθάνεται άγρια χαρά. Τέτοια ιστορία από τον πόλεμο της Μικρασίας, όπου και ο ίδιος πήρε μέρος, δεν έχει ξανακούσει. Ούτε, πάλι, κάποια παρόμοια του έχει διηγηθεί ο φίλος και συγκάτοικός του στην Αθήνα, ο Φώτης Κόντογλου, με τον οποίο τώρα τελευταία ψιλοτσακώθηκαν για τα μάτια κάποιας Φιλομήλας. Νιώθει ζαλισμένος, είναι σχεδόν μεθυσμένος. Και όταν κάποια στιγμή ο πρόσφυγας τερματίζει την αφήγηση του βίου του, ο Δούκας σηκώνεται, τον πλησιάζει και με θάρρος, ίσως για να δείξει –στον εαυτό του προπάντων– πως όλα ετούτα που άκουσε είναι αληθινά και όχι λόγια του παραμυθιού, απλώνει μπροστά του τις γραμμένες σελίδες και του λέει: «Βάλε την υπογραφή σου». Και εκείνος με χέρι τρεμάμενο, ίσως από το ούζο μα κι απ’ το παλιό αίμα που έχει ξυπνήσει μέσα του, γράφει το όνομά του που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στα μελλοντικά λογοτεχνικά πράγματα της χώρας: Νικόλας Καζάκογλου.

Το βράδυ, στη νοικιασμένη κάμαρα ο Δούκας ξαναδιαβάζει αυτά που έχει γράψει. Παρατηρεί με μεγαλύτερη τώρα άνεση όσα διηγήθηκε ο άνθρωπος του καφενέ και συνειδητοποιεί πως στα χέρια του κρατάει έναν μικρό θησαυρό. Γι’ αυτό νωρίς το πρωί της επομένης πηγαίνει και χτυπάει την πόρτα του Καζάκογλου και, με την πρόφαση πως δεν έχει σημειώσει την αρχή της αφήγησης, τον βάζει να του διηγηθεί ξανά την περιπέτεια. Αυτή τη φορά τα πράγματα δεν είναι όπως την προηγούμενη. Παρόλο που η γυναίκα του Καζάκογλου γλυκαίνει την ατμόσφαιρα με την ομορφιά της, τα λόγια του δεν έχουν τη χθεσινή ζεστασιά. Να φταίει η γυναικεία παρουσία σε μια πολεμική αφήγηση; Η απουσία του ούζου; Πάντως, ο Δούκας θα μείνει αρκετές ώρες μαζί του. Τόσες που γνωρίζονται καλύτερα ο ένας με τον άλλον –ας μην ξεχνάμε πως και οι δυο κατάγονται από τα ίδια χώματα–, ενώ στο τέλος θα τον παρακινήσει να γράψει ένα γράμμα στον Χατζή-Μεμέτη, τον Τούρκο που τον είχε στη δούλεψή του, για να του εξηγήσει όλη την αλήθεια και ταυτόχρονα να τον ευχαριστήσει για την ιδιότυπη φιλοξενία. Τον προτρέπει μάλιστα να κλείσει την επιστολή με τα απαράμιλλα φιλάνθρωπα λόγια: «Όσοι γνωρίζουν από κόσμο, ξέρουν πως όλα αυτά είναι από το Θεό». Αυτά άλλωστε τα λόγια αποτελούν και τη μήτρα των αφιερώσεων του βιβλίου, τόσο στην πρώτη έκδοση: «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια του τούρκικου και ελληνικού λαού», όσο και των επόμενων: «Αφιερώνεται στα κοινά μαρτύρια των λαών».

Έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα, αυτά δηλαδή που σχετίζονται με το παρασκήνιο της καταγωγής του πεζογραφήματος Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Μέσα σε λίγες ώρες και στο βρεγμένο τοπίο μιας απόμερης μακεδονικής γωνιάς, με ελάχιστους ανθρώπους «επί σκηνής» και ύστερα από μια τυχαία συνάντηση, γεννήθηκαν οι βαθύτερες αιτίες, η αφορμή και φυσικά οι συμβάσεις της γραφής του αφηγήματος που έμελλε να σημαδέψει τα ελληνικά γράμματα, αφού πρώτα κατάφερε να βγει σώο μέσα από τις συμπληγάδες της Γενιάς του ’30 και να επιβιώσει.

Είναι γεγονός, πράγμα που το επισήμανε έγκαιρα και η κριτική, πως στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου συγκλίνουν η Παλαιά Διαθήκη, τα βυζαντινά μαρτυρολόγια, ο Μακρυγιάννης και το δημοτικό τραγούδι και, αν μη τι άλλο, είναι το έργο που δείχνει με τον καλύτερο τρόπο πώς μπορεί να συνομιλήσει αρμονικά και ισοδύναμα η λογοτεχνία με την ιστορία.

Στη λιτή αφήγηση του πρόσφυγα και τη μετέπειτα ολιγοσέλιδη λογοτεχνική της καταγραφή πουθενά δεν γίνεται λόγος για μάχες, συρράξεις και επεισόδια που έχουν διαδραματιστεί λίγους μήνες ή και εβδομάδες νωρίτερα. Πουθενά η παραμικρή νύξη σε ονόματα Τούρκων ή Ελλήνων πρωταγωνιστών του πολέμου, πουθενά –έστω και εγκιβωτισμένο– κάποιο επεισόδιο από τις εχθροπραξίες του μικρασιατικού πολέμου που προηγήθηκε.

Από την άλλη, ωστόσο, μπορούμε να εντοπίσουμε καλά κρυμμένες και επιδέξια ραμμένες μες στο σώμα της αφήγησης ουσιαστικές ιστορικές πληροφορίες. Έτσι, λόγου χάρη, από την αρχή κιόλας το κείμενο κάνει αναφορά στο βασικότερο ιστορικό γεγονός, απ’ όπου άλλωστε ξεκίνησε η περιπέτεια του πρόσφυγα: «Στην καταστροφή της Σμύρνης βρέθηκα με τους γονιούς μου στο λιμάνι, στην Πούντα. Μέσ’ απ’ τα χέρια τους με πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος». Ένα άλλο σημαντικό ιστορικό στοιχείο που μπορεί κανείς να αντλήσει από το κείμενο είναι η στιγμή, όταν μες στο τρένο της διαφυγής και κατά τη διάρκεια της έντονης συζήτησης ενός Τούρκου με κάποιον Εβραίο, ο αφηγητής-πρωταγωνιστής κλείνει το επεισόδιο με τις φράσεις: «Περνούμε το Ντούραλη. Είναι σύνορα δικά μας». Εδώ, έμμεσα βέβαια, το κείμενο επιτρέπει στην ιστορική μας γνώση να ταξιδέψει στη θύμηση της Συνθήκης των Σεβρών και όσα αυτή οριοθέτησε, παραχωρώντας τον καζά της Σμύρνης στους Έλληνες με την ψιλή μόνο κυριαρχία του Σουλτάνου. Μπορούμε, επίσης, να αξιολογήσουμε το γεγονός ότι ο αφηγητής και κύριο πρόσωπο της ιστορίας όχι μόνο δεν έχει απαρνηθεί την εθνική ή τη θρησκευτική του ταυτότητα, επειδή μεταμφιέστηκε σε Τούρκο βοσκό, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και με την παραμικρή ευκαιρία τονίζει τη διαφορετικότητά του από τους Τούρκους, είτε σε θρησκευτικό είτε σε εθνικό επίπεδο. Ακόμα, μέσα από το κείμενο έχουμε τη δυνατότητα να αντλήσουμε υλικό για την έντονη ελληνικότητα της περιοχής, τη θρησκευτική αντιπαλότητα, τις γιορτές και τις καθημερινές συνήθειες. Να επισκοπήσουμε την ανθρωπογεωγραφία του χώρου και της εποχής – Φράγκοι, Εβραίοι, Γιουρούκηδες, Έλληνες, Τσέτες. Να εντοπίσουμε παράλληλες ιστορικές αναφορές – το ζήτημα, λόγου χάρη, της Μακεδονίας ή του Κοσσυφοπεδίου, απ’ όπου καταφθάνουν οι μουατζίρηδες, οι Τούρκοι δηλαδή πρόσφυγες, αλλά και να διαπιστώσουμε την αναπαραγωγή εθνικών στερεοτύπων, όπως γίνεται στην περίπτωση της βρισιάς από τους Τούρκους «εσέκ Μυντιλή» (γαϊδουρο-Μυτιλήνη). Ή, επίσης, να δούμε τη θέση του αφηγητή απέναντι στους Δυτικούς, καθώς δεν διστάζει να τους καυτηριάσει με πλάγιο μεν αλλά έντονο τρόπο για τη στάση που κράτησαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Καταστροφής.

Όλα αυτά είναι θέματα που έχουν να κάνουν με το κορυφαίο δημιούργημα του Στρατή Δούκα, την Ιστορία ενός αιχμαλώτου. Αλλά ποιος ήταν κατά βάθος, πώς πορεύτηκε τον βίο του και ποιος ήταν οι έγνοιες, οι προτεραιότητες και το καλλιτεχνικό στίγμα του Στρατή Δούκα;

Πρώτ’ απ’ όλα ας ακούσουμε τον ίδιο να αυτοβιογραφείται, μιλώντας για τα παιδικά του χρόνια:

«Η γέννησή μου έγινε στις 6 Μάη, το έτος 1895. Κωνσταντής Δούκας τ’ όνομα του πατέρα και της μητέρας μου Αιμιλία, το γένος Χατζηαποστόλη. Ο πατέρας της Ευστράτιος έτυχε να πεθάνει λίγους μήνες προτού γεννηθώ εγώ και έτσι πήρα το δικό του όνομα. Αδέρφια μου ο Δημήτρης, η Ελένη και ο Αλέκος.

»Τόπος της γέννας μου είναι τα Μοσχονήσια στον Αδραμυττηνό κόλπο της Μικρασίας. Τα λένε Μοσχονήσια από το όνομα ενός κουρσάρου, του Μόσκου, που λημέριαζε εκεί πριν πολλά χρόνια. Ξακουστά στα πέρατα της οικουμένης είναι αυτά τα τριάντα εννιά νησάκια, με το γενέθλιο το πιο μεγάλο σε έκταση. Η θέση του είναι ανάμεσα στην πόλη του Αϊβαλιού και του νησιού της Λέσβου. Το Αϊβαλί είναι οι παλιές Κυδωνίες. Λίγο βορειότερα βρίσκεται η αρχαία Τροία. Επομένως είμαι Τρως στην καταγωγή. Σ’ αυτή τη γη άνοιξα τα μάτια και έζησα την ηλικία μου την παιδική.

»Οι άνθρωποι που κατοικούσαν εκείνα τα χώματα ήταν αρχαίοι άνθρωποι της Ανατολής, ψυχές απλές σαν μωρά. Οι νέοι ήταν λεβέντες και οι γέροι με στριφτά γένια σαν τον Άι Νικόλα. Και όλοι φορούσανε βράκα. Άνθρωποι, πανιά, βάρκες μοσχοβόλαγαν θάλασσα. Γαλήνια χρόνια. Ζούσαν όλοι παραδεισένια μες στη γλυκιά αγκαλιά της φύσης. Λες και οι παππούδες τους δεν φάγανε απ’ το καταραμένο δέντρο. Με το τίποτα ζούσανε και τίποτα δεν τους έλειπε.

»Στο παραμέσα μπουγάζι του Αϊβαλιού, στην Τρύπια Πέτρα ζούσαν ακόμα πιο πρωτινοί άνθρωποι, τους λέγανε οι Λωτοφάγοι. Η πιο καινούργια βάρκα εκεί ήταν τριάντα χρονών. Έπιαναν κάνα πετρόψαρο, κανένα κάβουρα, λίγα μύδια, καμιά σουπιά. Βαστούσαν τα μισά για να φάνε, τ’ άλλα τα πηγαίνανε στο χωριό. Έπαιρναν ψωμί, ελιές, κρασί, κρεμμύδια, καπνό. Παράδες σπάνια παίρνανε. Κανένας απ’ αυτούς δεν έμαθε γράμματα. Ούτε είχε δει βιβλίο, εκτός από το τσιγαρόχαρτο και τα βιβλία της εκκλησιάς. Αυτούς τους ανθρώπους είχα την τύχη να τους γνωρίσω από κοντά και ένα καλοκαίρι να ζήσω μαζί τους.

»Το άλλο που μπορώ να θυμηθώ από κείνη την εποχή είναι οι ήχοι και το φως. Ο ήλιος που έβγαινε μέσα απ΄ την Ανατολή είχε έναν αλλιώτικο φωτισμό, σαν πιο ήμερο. Αυτός μας συντρόφευε στα παιχνίδια που κάναμε στις εξοχές ή στα παιδικά ψαρέματα στα νερά του κόλπου. Οι ήχοι, πάλι, ήτανε μπερδεμένοι μα πολύ ανθρώπινοι. Έχω στ’ αφτιά μου τον τροχασμό των ζώων στα καλντερίμια, τα χουγιαχτά απ’ τους βαρκάρηδες αλλά και τη φωνή του μουεζίνη στο μιναρέ. Ανάκατες είναι μες στο κεφάλι μου οι κουβέντες, ελληνικές και των Τούρκων.

»Με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια όταν γεννήθηκα εγώ. Στην παρέα την παιδική ήμασταν μοιρασμένοι μισοί μισοί».

Από την παιδική ηλικία στη νεότητα και την ωριμότητα, από το Αϊβαλί στην Αθήνα και στη Μακεδονία· από την ανωνυμία στην καταξίωση και, στο τέλος, στην αφάνεια, ξεχασμένος απ’ όλους σε ένα γηροκομείο στην Αθήνα: αυτός θα μπορούσε να πει κανείς υπήρξε σε γενικές γραμμές ο χάρτης της ζωής του Στρατή Δούκα.

Με τη δική του φωνή, ξανά, μαθαίνουμε για τα καλλιτεχνικά πιστεύω του και πώς αναδείχτηκε σ’ έναν κορυφαίο άνθρωπο της τέχνης:

«Αγάπησα με πάθος τον τόπο μου. Και τόπος μου είναι η Ελλάδα. Γι’ αυτό φίλοι μου ήταν πάντα εκείνοι που νόμισα ότι έκαναν καλό στον τόπο. Ο Κόντογλου, ο Παπαλουκάς, ο Βέλμος, ο Μυριβήλης, ο Πρωτοπάτσης, ο Μόλλας, ο Δρίβας, ο Μηνάς Πεσματζόγλου, ο Πεντζίκης, ο Χαλεπάς... Και ήταν για μένα τόσο φίλοι ώστε έγινα ο αχθοφόρος τους. Τόσο πολύ, που έχω χάσει καιρό υποστηρίζοντας το έργο τους. Αλλά δεν μετάνιωσα γι’ αυτό. Έχασα καιρό, κέρδισα όμως ποιότητα στο έργο μου. Είναι αυτό που λέει ο μεγάλος Ασιάτης φιλόσοφος Λάο Τσε:
– Αφοσιωμένος στους άλλους, πλουτίζεις. Δίνοντάς τα όλα, κατέχεις ακόμα και τον Σατανά.

»Από τη μέρα που απολύθηκα από το στρατό και για κάμποσο ακόμα ταλαιπωρήθηκα πολύ με τον εαυτό μου. Δεν ήμουνα έτοιμος να χωνέψω τόση συμφορά. Έχασα τον ύπνο, έχασα τη μέσα ηρεμία μου. Ζήτησα να τα ξαναβρώ στη φύση και στους απλούς ανθρώπους. Πήρα των ομματιών μου. Ταξίδεψα πολύ στην ύπαιθρο της Ελλάδας. Δεν ζύγωνα τα φτιασιδωμένα πράγματα. Ούτε τους ανθρώπους που έμοιαζαν ψεύτικοι. Θέλησα να μάθω από κοντά πώς κελαηδούν τα πουλιά και γιατί. Περπάτησα σε κάμπους και μέρη ακόμη τότε απάτητα. Έφτασα μέχρι ψηλά, στη λίμνη της Πρέσπας. Έστησα το αφτί μου σε ιστορίες των ξωμάχων. Και πόσα δεν έχουν να σου πουν με την απλή σοφία τους!»

Το 1916, ο Στρατής Δούκας κατατάσσεται εθελοντικά στην Εθνική Άμυνα, επειδή πίστευε πως τα πράγματα θα έκλιναν προς τη μεριά των Συμμάχων. Παίρνει μέρος στο Μακεδονικό Μέτωπο, πολεμάει, τραυματίζεται και επιβραβεύεται με τον Πολεμικό Σταυρό και το Αγγλικό Παράσημο. Παράσημο έλαβε και αργότερα, στον πόλεμο της Μικρασίας, στο μέτωπο της Προύσας. Τον Μάη του ’19 βρίσκεται στη Σμύρνη και ζει από κοντά το μεγάλο όνειρο της «απελευθέρωσης» της Ιωνίας· αξέχαστη θα του μείνει η σκηνή με τη Μαρίκα Κοτοπούλη να τραγουδά στην αποβάθρα της φημισμένης πόλης, ενώ τρία χρόνια αργότερα θα ζήσει στα ίδια μέρη τον πανικό της υποχώρησης όταν θα μαθευτούν τα φριχτά νέα από την Αλμυρή Έρημο και τον Σαγγάριο. Τις δεκαετίες του ’20, του ’30 και του ’40 συναντάμε τον Δούκα να οδοιπορεί στην ύπαιθρο της Ελλάδας, τόσο από προσωπική αγωνία για να γαληνέψει η ψυχή του μέσα στη φύση, όσο και για να συναντήσει αγνούς, ανόθευτους ανθρώπους του λαού. Γράφει σχετικά: «Η φύση έχει τη δύναμη να στάζει μπάλσαμο στην ταραγμένη καρδιά. Περπατούσα και ξεχνούσα τα βάσανα. Βάδιζα μες στην ψαλμουδιά της λεπτής βροχούλας. Ένιωθα έρωτα για τα χορταράκια, τους αγκαθωτούς θάμνους και για τα πουλιά. Νόμιζα πως έτσι θα ’ναι η ζωή μου για όλα τα επόμενα χρόνια. Μου έμοιαζε ο χρόνος σαν μια ατέρμονη στιγμή».

Θα τον βρούμε επίσης μπροστάρη στους κοινωνικούς και πατριωτικούς αγώνες, πότε να δημιουργεί ή να συμμετέχει σε εργατικά σωματεία και πότε να πρωτοστατεί σε πράξεις γενναιότητας, όπως λόγου χάρη τότε που αυτός και η γυναίκα του έκρυψαν στην Κατοχή μια οικογένεια Εβραίων στο σπίτι τους. Θα τον δούμε να αγωνίζεται για το πώς να έρθει η τέχνη της Ανατολής, είτε η ταπητουργία της Κιουτάχειας είτε η κεραμική της Νίκαιας, στην Ελλάδα. Θα τον αντικρίσουμε να παλεύει για να φέρει ξανά στην επιφάνεια πνευματικές προσωπικότητες που για διάφορους λόγους έμεναν στο καλλιτεχνικό και κοινωνικό περιθώριο, όπως ήταν ο καραγκιοζοπαίχτης Μόλλας ή η βασανισμένη περίπτωση του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά. «Αφιέρωσα σχεδόν πενήντα χρόνια στον Χαλεπά. Ήταν προβληματική μορφή. Πράγμα που έκανε τους άλλους μελετητές να μην μπαίνουν στο έργο του. Για μένα όμως ήταν μια από τις μεγάλες αγάπες. Τη ζωή του την έκανα βιβλίο. Του ’δωσα το όνομα Ο βίος ενός αγίου. […] Στο νησί ο μπαρμπα-Γιαννούλης –γιατί έτσι τον φώναζαν– περπατούσε στους δρόμους του Πύργου και μάζευε γόπες. […] Πάλευε ο άρρωστος νους του να δέσει το παρελθόν με το παρόν. Σκαρφάλωνε στο μαρμαροβούνι και κομμάτιαζε το βράχο. Μέρες, πάλι, καθόταν σπίτι του και έπλαθε μελαγχολικά τον κόκκινο πηλό. Πάντα σκυφτός και πάντα βιαστικός, με το σακάκι ριγμένο στον ώμο πλανιόταν στους μαρμαροστρωμένους δρόμους σαν κάτι να γύρευε. Μισό αιώνα βάσταξε το βουβό κι απαραπόνευτο μαρτύριο με τον εαυτό του. Τέτοιος ήταν ο μπαρμπα-Γιαννούλης ο Χαλεπάς. Ένα σπάνιο λουλούδι θλίψης και συμπόνιας. Σαν αυτά που φυτρώνουν μονάχα τους πάνω στους τάφους και έχουν μια ξεχωριστή ευωδιά».

Μεγάλη, επίσης, αγάπη είχε ο Στρατής Δούκας για τα περιοδικά· πίστευε πως μ’ αυτά μπορούσε να μορφωθεί ο λαός, να μαθαίνει τι καινούργιο γίνεται στην τέχνη και στη ζωή, ταυτόχρονα όμως να ωφελείται και ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Για τον λόγο αυτό, μαζί με τον Πικιώνη, τον Παπαλουκά και τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα θα εκδώσουν το πρωτοποριακό περιοδικό Το τρίτο μάτι, στο οποίο ο Δούκας είχε τη διεύθυνση, αλλά που δυστυχώς η έκδοσή του κράτησε μονάχα τρία χρόνια, από τον Οκτώβρη του 1935 μέχρι το ’37, αν και οι συνεργάτες του ήταν όλοι εξαιρετικοί: η Καρέλλη, ο Καζαντζάκης, ο Τζούλιο Καΐμης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Παπατσώνης, καθώς και πολλοί άλλοι ξένοι σπουδαίοι καλλιτέχνες.

Με λίγα λόγια, ο Δούκας θα περάσει όλη του τη ζωή μέχρι τα βαθιά γεράματα σαν ένας άνθρωπος που πάνω από τις όποιες προσωπικές φιλοδοξίες πρόταξε την αγάπη για την τέχνη, για τον τόπο, για τον άλλο. Με λίγα λόγια, η Αιολική γη και τα πρώτα χρόνια της ζωής του που έζησε σ’ εκείνα τα ματωμένα χώματα έπλασαν έναν χαρακτήρα ανιδιοτελή, έναν ιδιαίτερο συγγραφέα, έναν ξεχωριστό άνθρωπο της τέχνης.

Αυτός λοιπόν και τέτοιος υπήρξε ο Στρατής Δούκας: γνήσιος εκπρόσωπος του πνεύματος της Ιωνίας, ακούραστος καταγραφέας της λαϊκής ψυχής, συγγραφέας υψηλής ποιότητας. Κάτι τέτοιο ούτε λίγο ούτε αμελητέο είναι, αλλά μάλλον σαν φάρος παραδειγματισμού πρέπει να λειτουργούν το ήθος και η προσωπικότητά του σε μια εποχή όπως η σημερινή, συγγραφικής αλαζονείας και αφόρητου καλλιτεχνικού ναρκισσισμού.

Κώστας Ακρίβος, συγγραφέας

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.