fbpx
«Ψυχαναλυτική κριτική και αυτοβιογραφία.  Η αφηγηματική επιθυμία στη γραφή της Ζωρζ Σαρή»  της Ρόζης Αγγελάκη

«Ψυχαναλυτική κριτική και αυτοβιογραφία.

Η αφηγηματική επιθυμία στη γραφή της Ζωρζ Σαρή»

της Ρόζης-Τριανταφυλλιάς Αγγελάκη

 

Η Ζωρζ Σαρή είναι αναμφίβολα μία από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, που άφησε το στίγμα της στον χώρο της Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας. Γράφοντας έργα που πραγματεύονται κρίσιμες ιστορικές στιγμές και στα οποία πρωταγωνιστούν ήρωες της καθημερινής ζωής και υπαρκτά πρόσωπα –συχνά αυτόπτες μάρτυρες των εξιστορούμενων γεγονότων, εξασφαλίζοντας έτσι και το στοιχείο της αντικειμενικότητας–, καλλιέργησε την ιστορική και πολιτική σκέψη στους αναγνώστες της, από τους οποίους δεν απέκρυψε ποτέ πως, πίσω από τους πρωταγωνιστικούς της χαρακτήρες, «κρυβόταν» και η ίδια. Παράλληλα με το αντικειμενικό στοιχείο, στα βιβλία της συναντάται και το υποκειμενικό, αφού η δημιουργική επανεγγραφή της Ιστορίας συμπλέκεται με την αυτοβιογράφηση και τη μαρτυρία, ενώ η αφήγηση των προσωπικών της βιωμάτων συνοδεύεται από την αποτύπωση των συναισθημάτων που της είχε προκαλέσει η εκάστοτε βιωμένη εμπειρία.

H υποκειμενικότητα που διατρέχει τον λόγο της συνίσταται στην εκ μέρους της απόπειρα να ερμηνεύσει εμπειρικά τον Εαυτό της και τον κόσμο, να διερευνήσει την ανθρώπινη κατάσταση μέσα από την ατομική της μνήμη και να εντάξει την επαναπροσδιορισμένη ιστορική πραγματικότητα στο συλλογικό γίγνεσθαι, προκειμένου αυτή να νοηματοδοτηθεί κοινωνικά. Η μεταστοιχείωση τόσο των αναμνήσεών της όσο και των γεγονότων της επίσημης Ιστορίας που ερμηνεύονται μέσα από τη δική της οπτική γωνία στο βιβλίο της Τότε… (πρώτη έκδοση 2004, Πατάκης) επαληθεύει τη στροφή των μελετητών των λογοτεχνικών και δη των αυτογραφικών κειμένων στην ψυχαναλυτική κριτική, ενώ επιβεβαιώνει και την άποψη του Georges Gusdorf ότι ο αυθιστορούμενος διηγείται τις ιστορίες του για να επανασυναρμολογήσει τον Εαυτό του.[1]

Το βιβλίο είναι διαηλικιακό, φέρει χαρακτηριστικά αναμνηστικής αφήγησης και έργου προσωπικής λογοτεχνίας, διαθέτει ύφος εξομολογητικό και συνδυάζει στοιχεία του νεωτερικού τύπου αυτοβιογραφικών κειμένων, όπως την απεύθυνση στον αναγνώστη ή τη σύμφυση του επιστολικού λόγου με τον συνειρμικό μονόλογο που προσιδιάζει σε ψυχαναλυτική ομιλία, με στοιχεία της λογοτεχνικής αυτοβιογραφίας, ήτοι τον αυθορμητισμό και τον συναισθηματισμό. Η υποκειμενικότητα αναπτύσσεται μέσα από τον επιστολικό λόγο, την αυθιστόρηση και την ερμηνεία των κοινωνικο-ιστορικών και πολιτικών γεγονότων της περιόδου 1940-1960. Ουσιαστικά, ο τρόπος με τον οποίο διαγράφεται ο χαρακτήρας και η προσωπική της ζωή καθιστά το βιβλίο συνειδησιακή πράξη και μέσο αυτεπίγνωσης.

Τηρώντας, λοιπόν, τόσο το αυτοβιογραφικό συμβόλαιο, που έγκειται στην ταύτιση συγγραφέα - αφηγητή - πρωταγωνιστή,[2] όσο και αυτό της φιλαλήθειας,[3] η Σαρή υιοθετεί την επιστολική δομή και ολισθαίνει στον χρονικό άξονα που συνδέει τα δύο Εγώ της για να απαντήσει στο πρώτο μέρος του βιβλίου της στα ερωτηματικά της μικρής της αναγνώστριας, Βασιλικής, που τη ρωτά φερ’ ειπείν «τι γίνεται αφότου βγαίνετε από το νοσοκομείο;».[4] Συμπληρώνει έτσι τα κενά που άφησε, ουσιαστικά, σε όποιον τη διάβαζε, «βάζοντας σε τάξη τις αναμνήσεις της», «ενθυμούμενη τι ένιωθε».[5] Βασίζοντας την αφηγηματική ροή του βιβλίου της στην αφηγηματική επιθυμία τόσο τη δική της όσο και των αναγνωστών της, συναλλάσσεται μαζί τους[6] εξιστορώντας τους τις εποχές που «ένιωθε ευτυχισμένη» και που νοσταλγεί, αφού την έκαναν να αισθάνεται πως «στάθηκε πάρα πολύ τυχερή στη ζωή της».[7] Συγκροτεί την ταυτότητά της ενθυμούμενη τον Εαυτό της στον κόσμο του θεάτρου, όπου «ένιωθε πρωταγωνίστρια αφού έπαιζε με τον Βεάκη» και «ήταν σα να ανέβαινε το δρόμο προς τη δόξα»,[8] θυμάται όμως να νιώθει και «τον διάχυτο φόβο» που της προκαλούσε ο «εχθρός που ήταν παντού» και την παρακολουθούσε, αιτιολογώντας και την απόφασή της «να φύγει από την Ελλάδα που την απειλούσε»[9] για να πάει στο Παρίσι το 1947, μετά τον άγριο ξυλοδαρμό της. Παρόλο που οι στιγμές που έζησε δεν ήταν εύκολες, είναι ωστόσο περήφανη για αυτές και «βιάζεται να γράψει το πώς και το γιατί» τις έζησε: λ.χ. στα Δεκεμβριανά, όπου τραυματίστηκε σοβαρά στο χέρι της το «ηρωικό», αλλά κατάφερε να «το ορίσει τελικά η ίδια»[10] – όπως έκανε και με τη ζωή της, άλλωστε. Ενδιαφέρον είναι πως, σχεδόν απολογούμενη για την ευτυχία της αυτή, απευθύνεται στον «μικρό ή μεγάλο της αναγνώστη», εξηγώντας: «Δεν ήμουν τρελή. Ήμουν αυτή που είμαι και σήμερα».[11] Γράφει, επίσης, για ένα «από τα τυχερά της» γεγονότα, «τη φυλάκισή της», όταν «μπήκαν οι Χίτες στο θέατρο που έπαιζε και τα έκαναν γυαλιά καρφιά»[12] και, με τον αυθορμητισμό και το ταμπεραμέντο που τη διέκρινε, απευθύνεται και πάλι στο κοινό, γράφοντας: «Έλα και πες μου σε παρακαλώ! Πώς γίνεται να μην το επαναλάβω: ήμουν ευτυχισμένη!».[13]

Και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η συγγραφέας ανασυγκροτεί τον Εαυτό και το παρελθόν της μετά τη συγγραφή του Χορού της ζωής, μέσα από τη δυναμική της μνήμης και της επιθυμίας, επαναλαμβάνοντας στην κόρη της «ό,τι της έκανε μεγάλη εντύπωση στη ζωή».[14] Η επιστολογραφία της απολαμβάνει το κύρος των αυθεντικών επιστολών, με όση αυθεντικότητα επιτρέπει η μνημονική αξιοπιστία της, και συνιστά αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο και διερμηνευτικό εργαλείο, διά του οποίου αποκαλύπτεται ο ψυχισμός της συγγραφέως.[15] Η αφήγησή της συνιστά είδος επανάληψης των όσων είδε, άκουσε, έκανε και αισθάνθηκε μακριά από τη χώρα της ή/και την οικογένειά της, με την κίνηση που υπονοούν οι επιστολικές ανταλλαγές να παραπέμπουν στο παιχνίδι του Freud, fort/da:[16] Οι επιστολές της Σαρή σχηματίζουν μια αυτοβιογραφική αφήγηση που θεραπεύει την επιθυμία της να αναβιώσει το παρελθόν και να προβάλει το αίτιο για κάθε αιτιατό. Δεν έχουν διαλογικό χαρακτήρα, ωστόσο η ψευδαίσθηση της ομιλίας της λογοτέχνιδας με τη Μελίνα προδίδουν τη συνθήκη επιθυμίας υπό την οποία έχουν γραφτεί. Χάρη δε στην κυριαρχία που νιώθει ελέγχοντας την «επικοινωνία» με την παραλήπτρια των επιστολών της, ξεπερνά και το άγχος για την απουσία της.[17]

Στις επιστολές βρίσκουν τον χώρο τους οι εξιστορήσεις της συγγραφέως για την επιστροφή της στην Ελλάδα με τον σύζυγό της, όταν, «μεθυσμένοι από τη νοσταλγία» για τον «ήλιο και τη θάλασσα και το ταβερνάκι της πατρίδας», «κουβαλήθηκαν το 1962»[18] πίσω, όπου βίωσαν «περιπέτειες»: ο «ανύποπτος» πατέρας της Μελίνας, μετά την επανεγκατάστασή τους στην Αθήνα, «μπήκε στο τούνελ της κακίας και των εξευτελιστικών συμφερόντων» λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και δυσκολεύτηκε να πάρει άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος, με αποτέλεσμα να έχουν πολλά χρέη. Αναφέρει: «Όλα αυτά στα γράφω, αγάπη μου, για να σου πω γιατί ξενιτεύτηκα δεκατρείς μήνες και σας άφησα μόνους. Ούτε ναυτικός να ήμουν...».[19] Στις αιτιακές συνδέσεις της Σαρή, που δέχτηκε την πρόταση του Ροντήρη «να την προσλάβει στο Πειραϊκό θέατρο και να πάνε περιοδεία ανά τον κόσμο» «μέχρι να ορθοποδήσουν» οικονομικώς ως οικογένεια,[20] συνδυάζονται στοιχεία της αρμονικής και της δυσαρμονικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης: Η συγγραφέας ρίχνει φως στις ενέργειες του παρελθόντος, συνδυάζοντας την παντογνωσία του παροντικού Εαυτού, που διαθέτει ωστόσο υποκειμενική κρίση. Διαβάζοντας κανείς τις φράσεις: «ΔΙΑΛΕΞΑ, ΘΕΛΗΣΑ να γυρίσω κοντά σας», όπως επισημαίνει στην κόρη της, συμπληρώνοντας: «Σας αναζητούσα και τους τρεις κι ήταν σα να με θυσιάσατε εσείς και να με σπρώξατε με το ζόρι να φύγω από κοντά σας. Ξέρω τι λέω κόρη μου, και μην γελάς…», ίσως δεν δυσκολευτεί να αντιληφθεί πως ο επιστολικός της λόγος παίρνει μορφή ψυχο-αφήγησης και ότι ουσιαστικά, μαζί με τις σκέψεις και τα αισθήματά της, η συγγραφέας αποτυπώνει και τη συνείδησή της.[21] Η «επιστροφή» της Σαρή στα νοσταλγικά μονοπάτια του Βουκουρεστίου, στην οδό με την επιγραφή «ΟΔΟΣ ΝΙΚΟΛΑ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ. ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ»,[22] ή της Μαδρίτης, με «τη φτώχεια και το φόβο» διάχυτα εξαιτίας της δικτατορίας του Φράνκο,[23] ολοκληρώνεται με την αναφορά στη δικτατορία που επιβλήθηκε και στην Ελλάδα. Στο τέλος του έργου οι παραλήπτριες των επιστολών, Βασιλική και Μελίνα, εναλλάσσονται, όπως συμβαίνει περιστασιακά και με την εστίαση της συγγραφέως από μηδενική σε εσωτερική, και αποκτά ολοκληρωμένο πια «νόημα το προσωπικό της μυθικό παραμύθι».[24]

 

 

Ρόζη-Τριανταφυλλιά Αγγελάκη: Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

[1] Gusdorf, G. (1980). Conditions and Limits of Autobiography. In J. Olney (Επιμ.), Autobiography. Essays Theoretical and Critical. Princeton: Princeton University Press, 43.

[2] Lejeune, P. (1996). Le Pacte autobiographique. Paris: Seuil, 14.

[3] Αμπατζοπούλου, Φ. (2000). Η γραφή και η βάσανος: Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης. Αθήνα: Πατάκης, 58.

[4] Σαρή, Ζ. (2008). Τότε… Αθήνα: Πατάκης, 10.

[5] Ό.π., 26.

[6] Brooks, P. (1984). Reading for the Plot: Design and Intention in Narrative. New York: Vintage, 40-41, 234.

[7] Ό.π., 22.

[8] Ό.π., 21.

[9] Ό.π., 42.

[10] Ό.π., 19-20.

[11] Ό.π., 26.

[12] Ό.π., 22.

[13] Ό.π., 29.

[14] Freud, S. (2001). Πέραν της αρχής της ηδονής. Μτφρ. Λ. Αναγνώστου. Αθήνα: Επίκουρος, 30.

[15] Lejeune, Ρ. (1989). On Autobiography. Μτφρ. K. Leary. Minneapolis: University of Minnesota Press.

[16] Rogers, R. (1987). Freud and the Semiotics of Repetition. Poetics Today, 8(3/4), 579-590.

[17] Day, R. (1966). Told in letters. Epistolary Fiction before Richardson. Ann Arbor: The University of Michigan Press· Jay, Ρ. (1984). Being in the text. Ithaca, N. Y.: Cornell University Press, 22.

[18] Σαρή, ό.π., 54.

[19] Ό.π., 57.

[20] Ό.π., 59-60.

[21] Cohn, D. (1978). Transparent Minds: Narrative Modes for Presenting Consciousness in Fiction. Princeton: Princeton University Press, 5-11.

[22] Ό.π., 73.

[23] Ό.π., 84.

[24] Gusdorf, ό.π., 48.

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.