fbpx
«Ένας διάλογος με αφορμή Τα Χέγια της Ζωρζ Σαρή»   των Νίκης Κωνσταντίνου-Σγουρού & Μαρίας Τοπάλη

«Ένας διάλογος με αφορμή Τα Χέγια  της  Ζωρζ Σαρή» 

των Νίκης Κωνσταντίνου-Σγουρού & Μαρίας Τοπάλη

 

Η Νίκη στη Μαρία:

Διάβασα Τα Χέγια πρόσφατα ανασύροντάς τα από κάπου βαθιά. Δεν μπορώ με βεβαιότητα να θυμηθώ αν τα είχα διαβάσει όταν ήμουν παιδί, μου ήταν οικεία και άγνωστα ταυτόχρονα. Εικάζω πως τα διάβασα πραγματικά μικρή και τα ξέχασα, αφού δεν είχα καταλάβει και πολλά. Είναι ένα μυθιστόρημα πολύ εφηβικό. Το βιβλίο εκτυλίσσεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και σκιαγραφεί μια εποχή που για τις σημερινές αναγνώστριες είναι μακρινή και ιστορική. Καταγράφει την άσκηση της πολιτικής στον κόσμο του σχολείου σε μια επαρχιακή πόλη, τα συντηρητικά απόνερα της καθαρεύουσας και τις δυναμικές μαθητικές κοινότητες. Μας συστήνει μια ηρωίδα έφηβη, η οποία μεγαλώνει, συνειδητοποιεί, συμβιβάζεται και φοβάται, ερωτεύεται, απομακρύνεται. Κάνει βήματα προς το μέλλον ενώ κοιτάει το παρελθόν: μια κλασική ιστορία ενηλικίωσης. Περισσότερο όμως από τη Μάτα, την έφηβη κόρη, η Σαρή ενδιαφέρεται να μας φέρει αντιμέτωπες με τον μεσήλικα πατέρα. Θέλει να δούμε καθαρά αυτόν τον ήρωα και για αυτό δίνει πολύ χώρο στην αφηγηματική του φωνή. Τα βαριά έπιπλα από την προίκα της ανύπαντρης θείας χρησιμοποιούνται καθημερινά. Δεν μένουν ανέγγιχτα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ο μπαμπάς και η κόρη τρώνε με σοβαρότητα στο βαρύ τραπέζι, ενώ η θεία προτιμά την κουζίνα και τις δουλειές της. Ήδη από αυτή την περιγραφή διαγράφεται μια ρωγμή στον χρόνο και τις συνήθειες· κάτι είναι διαφορετικό σε αυτό το σπίτι και μάλλον είναι ο πατέρας, που είναι ένας πατέρας αλλιώτικος.

Είναι ένας μπαμπάς, ο οποίος έχει καταστήσει τη μαμά ανύπαρκτη και απούσα ακόμα και από τις αφηγήσεις ή τη μνήμη. Αποκαλύπτεται πως συνειδητά έχει επιλέξει τον ρόλο της πατρότητας, όταν η μητέρα της κόρης του έφυγε στο εξωτερικό για να δουλέψει στο θέατρο. Με συγκίνησε η σκηνή που τον περιγράφει να περιμένει την κόρη του να βγει από το σχολείο ανάμεσα στις μαμάδες των άλλων και που την αποκαλεί «κοριτσάκι» χωρίς το «μου». Είναι όμως ένας πατέρας συμβιβασμένος, που άφησε την Αθήνα και πουλάει ηλεκτρικά είδη στη Λαμία, για να κρύψει πως κατά την περίοδο της δικτατορίας δούλευε στην Ασφάλεια. Όλα αυτά αποκαλύπτονται στη Μάτα μια μέρα με φοβερή καταιγίδα. Βρεγμένη και συγκλονισμένη, αναζητά καταφύγιο και την κατεύθυνση του επόμενού της βήματος.

Το βιβλίο είναι ένα εγκώμιο της αλήθειας και της σημασίας της. Πάντα λειτουργεί λυτρωτικά, πάντα είναι απολύτως απαραίτητη. Τι χτίζεις όμως μετά την αποκάλυψη; Το βιβλίο τελειώνει και μας αφήνει με αυτή την πικρή γεύση.

Αυτό το μετέωρο τέλος με έκανε να σκεφτώ δύο άλλα βιβλία. Το πρώτο είναι Η κόρη του Χίτλερ της Τζάκι Φρεντς (Πατάκης, 2005), το οποίο είχα διαβάσει μαθήτρια στο δημοτικό και με είχε συγκλονίσει. Το ερώτημα που θέτει, αν αγαπάμε τους γονείς μας όποιοι κι αν έχουν υπάρξει, προκύπτει έμμεσα και στα Χέγια. Το ίδιο ερώτημα σε μια άλλη χρονική στιγμή, μαζί με το βάρος και το αποτύπωμα των αναμνήσεων, πραγματεύεται και η Μαρία Φακίνου στην Κλίμακα Μπόγκαρτ (Αντίποδες, 2022). Είναι ένα βιβλίο «για μεγάλους», που πιάνει το νήμα μιας παρόμοιας ιστορίας. Η ενήλικη πια κόρη, με ευαισθησίες που θα αποκτούσε ίσως και η Μάτα μετά τη μαχητική εφηβεία της, έχει απομακρυνθεί από τον πατέρα της, αφού λίγο πριν φύγει από το σπίτι για σπουδές τον βλέπει τυχαία σε μια φωτογραφία με στολή και περιβραχιόνιο της ΕΣΑ. Οι δύο ηρωίδες μοιάζει να μοιράζονται ένα κοινό οικογενειακό παρελθόν σιωπής και ματαίωσης.

Η Φακίνου γράφει: «Όταν γύρισες, χρόνια μετά, μετά τη δίκη, μετά τη φυλακή, εδώ, στη γενέτειρά σου, εκείνη σε περίμενε, μετέωρο είχε μείνει το χέρι της και σου το έδωσε, παντρευτήκατε λίγους μήνες μετά, στενός κύκλος, έφαγαν οι δύο οικογένειες μαζί σαν να κήδευαν κάποιον δικό τους».

Και η Σαρή αντίστοιχα: «Παντρεύτηκαν στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου. Ήρθε και η Καλλιόπη από τη Λαμία, μέσα σ’ ένα στενάχωρο γκρι ταγεράκι, μουτρωμένη. Τα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω σε κοτσάκι, σαν πατικωμένος κεφτές».

Πόσο σπουδαία είναι αυτή η γκρίζα και όχι καταγγελτική γραφή της Ζωρζ Σαρή; Πόσο πολύτιμη αυτή η εμπειρία ενσυναίσθησης; Τι σκέφτεσαι εσύ;

 

Η Μαρία στη Νίκη:

Την πλοκή που καταγράφει την άσκηση της πολιτικής, τα απόνερα της καθαρεύουσας και τις μαθητικές κοινότητες, την ξέρω από πρώτο χέρι. Δεν είναι μόνο τα απόνερα της καθαρεύουσας, αλλά είναι κυρίως τα απόνερα της Χούντας. Ως μαθήτρια πρόλαβα και τα απόνερα του δωσιλογισμού, της Αντίστασης και του Εμφύλιου, που με τη Χούντα αναδιπλασιάστηκαν... Η δική μου αίσθηση είναι ότι, σε πολύ ώριμη ηλικία, η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αλήθεια, όσο για τη συμφιλίωση με τον πατέρα αλλά και με το αντι-ηρωικό, το συμβιβασμένο στοιχείο του εαυτού της και του ιστορικού (μας) παρελθόντος. Να πω ότι είναι μια καθυστερημένη αλλά πολύ όμορφη έξοδος από τον ρομαντισμό της εφηβείας; Να τολμήσω να «δω» πίσω από αυτή τη συμφιλίωση ανάμεσα στις γενιές και τα φύλα και μια παραπάνω νότα συμφιλίωσης ανάμεσα στις δυο Ελλάδες; Μια αυτο-κριτική σε κάποιο ασυμβίβαστο παρελθόν και στους εκπροσώπους του που σιγά σιγά άρχισε να μας κάθεται και λίγο βαρύ; Ίσως αυτό θα ξεπερνούσε τη στόχευση του βιβλίου, που έχει μεγάλες στιγμές αλλά και ευδιάκριτες αδυναμίες – σπεύδω να πω ότι το ισοζύγιο είναι για μένα θετικό και το διάβασα απνευστί.

Πάντως, ως επιχείρημα υπέρ του ότι το βιβλίο υποστηρίζει οπωσδήποτε και τη «μεγάλη» συμφιλίωση, δηλαδή τη μετεμφυλιακή/μεταπολιτευτική σε επίπεδο έθνους και κοινωνίας, θα παραθέσω εδώ τις σκέψεις της σοφής Νόρας, της μητέρας της φίλης της Μάτας, ίσως της πιο θετικής ηρωίδας του βιβλίου, μιας καλής νεράιδας-νονάς: «Κάθε μας κίνηση κλείνει και κάποιο συμβιβασμό. Άλλοι τον συνειδητοποιούν κι άλλοι όχι! Όσοι δεν τον αντέχουν μπαίνουν στο περιθώριο. Δύσκολο για ένα παιδί να καταλάβει. Η Νόρα θα κάνει ό,τι μπορεί για να τη συμβιβάσει με τον πατέρα της. Άλλωστε πρέπει ν’ ακουστεί και η δική του φωνή. Πώς να καταδικαστεί ερήμην; Θα ’χει κι αυτός τη δική του αλήθεια...» (σ. 103).

Ξέρω πως δεν αρέσει στις νέες και τους νέους η ιδέα ότι η καθεμιά μας έχει τη δική της αλήθεια. Αλλά αυτό το βιβλίο βοηθά σε κάτι τέτοια πολύ βασικά ξεκαθαρίσματα: άλλο πράγμα οι αξίες και οι ηθικοί κώδικες –εκεί μπορεί και να διεκδικήσει κανείς την πρωτοκαθεδρία, με άλλα λόγια το δίκιο της/του– και εντελώς άλλο πράγμα η «αλήθεια», μια ισχυρότατη λέξη με πολύ ρευστό και, όπως αποδεικνύεται, αρκετά υποκειμενικό περιεχόμενο... Είναι ωραίο που με αυτά τα λόγια της Νόρας κλείνει το πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου πρωταγωνιστεί η έφηβη Μάτα του τέλους του ’80 και αρχίζει το δεύτερο μισό, η ιστορία του πατέρα της, του νεαρού Βλάση, που ξεκινά μέσα στη Χούντα.

Είπα πολλά μαζεμένα και τηλεγραφικά. Και θα πω και κάτι ακόμα. Το μεγαλύτερο ταμπού που υπερπηδά η Ζωρζ Σαρή στα Χέγια δεν είναι μονάχα η σε κάποιο μέτρο απο-ηρωοποίηση των αδριάντων του παρελθόντος – αφήνω που για αυτό και μόνο θα της έβγαζα το καπέλο. Είναι, πρωτίστως, η διάχυτη, απαραγνώριστης σωματικής-ερωτικής υφής έλξη ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη, που η συγγραφέας μάς τη δίνει χωρίς σεμνοτυφίες και μιζέρια, σαν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο – όπως και είναι. Και μέσα από αυτήν, μέσα από τον αγαπημένο και επιθυμητό πατέρα, εμείς οι αναγνώστριες πληροφορούμαστε και για μια μητέρα που προτίμησε το θέατρο αλλά δεν ξαναπροσπάθησε να δει ποτέ το παιδί της· για έναν προοδευτικό διανοούμενο, τον Μελέα, που με την υπεροπτική, αλαζονική συμπεριφορά του πρόσβαλε τον «μικρό άνθρωπο» – αχ αυτοί οι σπουδαίοι, οι αναμφισβήτητα λεβέντες, πόσο νάρκισσοι είναι καμιά φορά, μοιάζει να μας λέει.

Να παραθέσω, για να ξαναγυρίσω στη γενναιόδωρα δοσμένη ως χαρά της καρδιάς και των αισθήσεων σχέση πατέρα-κόρης, που με εντυπωσίασε, μια περιγραφή που δεν σβήνει από το μυαλό μου; Αντιγράφω από τη σελίδα 67: «Ο πατέρας τής χαϊδεύει τα μαλλιά και την κοιτάει αγριωπά μέσα στα μάτια. “Όμορφο που είναι το κοριτσάκι μου! Πεινάω σαν λύκος. Θα το καταβροχθίσω!” Ανοίγει το στόμα του κι αστράφτουν τα δόντια του, άσπρα σαν αμύγδαλα. Γελάνε κι οι δυο τους. Η φωνή της θείας Καλλιόπης: “Μα τέλος πάντων! Τι θα γίνει μ’ εσάς;”»

Και φυσικά όλη η σκηνή με τα ίδια τα Χέγια, την αποκριάτικη γιορτή στην Αμφίκλεια, όπου ο πατέρας και η κόρη εμφανίζονται πρώτα μεταμφιεσμένοι σαν ζευγαράκι, για να περάσει η κόρη αβίαστα και φυσικά, επιτόπου, στον πρώτο της έρωτα, τον Γιάννη. Πόσα δεν μας λέει η Σαρή πίσω από τις γραμμές... Βλέπουμε ότι μια κόρη που βιώνει όμορφα τη σχέση με έναν τρυφερό και «δοτικό» πατέρα δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να περάσει στο επόμενο στάδιο, εκείνο της ερωτικής αυτοπραγμάτωσης. Και, ναι, άλλο ένα τρομερό ταμπού συντρίβεται: η παντοκρατορία του ιερού προσώπου, της μητέρας, αποκαθηλώνεται κι αυτή. Μια χαρά μεγαλώνει η κόρη από έναν πατέρα μόνο του.

Πάντα το πίστευα ότι η Ζωρζ Σαρή είναι βαθιά επαναστατημένη γυναίκα, αλλά χαίρομαι ιδιαίτερα που διάβασα τα Χέγια και είδα αυτή την πεποίθηση να επιβεβαιώνεται περίπου πανηγυρικά. Έτσι, θα συγχωρήσω τους διαλόγους που συχνά είναι λιγάκι αμήχανοι – σίγουρα δεν μιλούσαν έτσι οι έφηβες τότε. Και κάτι άλματα στην πλοκή που αφήνουν π.χ. εντελώς μετέωρο τον υποψήφιο εραστή, τον Γιάννη: εισέρχεται θριαμβευτικά στην αρχή, και μετά με το ζόρι τον «ακούμε» στο τηλέφωνο. Αλλά δεν πειράζει, η Ζωρζ Σαρή είναι παράφορη, και εδώ φανερά την πιέζει η ιστορία του πατέρα περισσότερο από της κόρης, και θέλει να εστιάσει σε αυτήν. Ελπίζω να μην τα βρίσκεις τρομερές υπερβολές όλα αυτά. 

 

Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού: Εκπαιδευτικός

Μαρία Τοπάλη: Ποιήτρια, κριτικός

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.