fbpx
«Γαλλικές λογοτεχνικές και δραματικές φωνές στο έργο της Ζωρζ Σαρή»  της Αλεξάνδρας Ζερβού

«Γαλλικές λογοτεχνικές και δραματικές φωνές στο έργο της Ζωρζ Σαρή»

της Αλεξάνδρας Ζερβού

 

Η γαλλική παιδεία της Ζωρζ Σαρή είναι φανερή σε ολόκληρο σχεδόν το συγγραφικό της έργο. Όπως είναι γνωστό, η μητέρα της ήταν Γαλλίδα της Σενεγάλης και ο πατέρας της καθηγητής γαλλικών και συγγραφέας μιας Mεθόδου για την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας. Η ίδια μετέφρασε στα ελληνικά, μεταξύ άλλων, κείμενα της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, του Ιουλίου Βερν, του Έκτορα Μαλό, του Αλφόνς Ντωντέ, αλλά και σύγχρονα παιδικά βιβλία.

Ένα μεγάλο μέρος του έργου της είναι αυτοβιογραφικό ή, ακριβέστερα, «αυτομυθοπλαστικό». Οι ήρωές της, που αντιστοιχούν σε αναγνωρίσιμα και, συχνά, συγγενικά της πρόσωπα, αγαπούν τα γαλλικά γράμματα. Στο μυθιστόρημα Νινέτ, η πρωταγωνίστρια, persona της μεγαλύτερης αδελφής της, σπουδάζει στο Παρίσι καθηγήτρια γαλλικών. Στο ίδιο μυθιστόρημα, η θεία Μαριάνθη, ως σπουδάστρια Παιδαγωγικής Ακαδημίας στην Πόλη, ακούει με αγαλλίαση τον αδερφό της να της διαβάζει «αποσπάσματα Γάλλων κλασικών» με «καθαρή φωνή» και «εξαίσια προφορά», σε μια εποχή που η γλώσσα αυτή θεωρείται lingua franca και βασικό στοιχείο μόρφωσης.

Γενικά, στο έργο της Ζωρζ Σαρή, οι εμπειρίες ζωής παρατίθενται αντιστικτικά προς τις αναγνωστικές εμπειρίες. Οι τελευταίες ανασύρονται από μνήμης με ανεξίθρησκη οικειότητα, ανεξάρτητα από την αξία των κειμένων. Όταν ο Γιάννης (persona του Ιάννη Ξενάκη 1922-2001) μιλάει στους συντρόφους του για την ιππασία που έκανε στα δεκατρία του, αυτή η «προπολεμική ανάμνησή του» παραλληλίζεται από μέρους τους, λίγο ειρωνικά, με σκηνή από τα ευπώλητα μυθιστορήματα του Maurice Dekobra (1885-1973) ή της Delly.[1] Τα έργα αυτά, παραλογοτεχνικά με την αρνητική σημασία του όρου, αλλά δημοφιλέστατα και μακρoβιότατα ως προς την αναγνωσιμότητά τους, ξετυλίγονται σε μεγαλοαστικό περιβάλλον.

Η αντίστιξη λογοτεχνίας και ζωής αξιοποιείται με αριστοτεχνικό και διακριτικό τρόπο στο μυθιστόρημα Νινέτ. Μέσω των αναγνωστικών εμπειριών που έχουν οι ήρωες, επιτελούνται οι τρεις παρακάτω λειτουργίες:

  1. Αποκρυπτογράφηση των χαρακτήρων: H Έμμα, μητέρα της Νινέτ, λατρεύει την ιστορία της συνονόματής της ηρωίδας του G. Flaubert, της Madame Bovary, αλλά και τα εξωτικά μυθιστορήματα του Pierre Loty. Οι αναγνώσεις αυτές προβάλλουν τη ρομαντική της πλευρά, καθώς και τη νοσταλγία για τις διαφορετικές χώρες όπου έζησε.
  2. Στοιχειοθέτηση αντιθέσεων και συγκρούσεων: Ο Émile Zola επιστρατεύεται στη διαφωνία Έμμας-Σωκράτη, για να εικονογραφηθεί η διαφορά νοοτροπίας ανάμεσα στο ζευγάρι. Στην προσπάθειά της να πείσει τον σύζυγό της να βοηθήσουν την εξαθλιωμένη οικογένεια με τον μέθυσο πατέρα, η μεγαλόψυχη και συναισθηματική Έμμα προσπαθεί να εξηγήσει πως, κάτω από ακραίες συνθήκες ανέχειας, οποιοσδήποτε καλός άνθρωπος θα μπορούσε να καταλήξει σαν τον μέθυσο Κουπώ, τον ήρωα από την Ταβέρνα του Ζολά.[2] Ο οικονόμος και λογοκρατούμενος Σωκράτης έχει ήδη αντιπαραθέσει στη συζήτηση τη γαλλική παροιμία «Η σωστή φιλανθρωπία ξεκινάει από τον εαυτό σου», ρήση Γάλλου συγγραφέα του 19ου αιώνα.[3]
  3. Σχηματοποίηση της ζωής των ηρώων: Ο γνωστός έμμετρος μύθος του Λαφοντέν, για τον Τζίτζικα και το Μυρμήγκι, στοιχειώνει τη ζωή του Κόλλια, παιδικού φίλου και αργότερα συζύγου της Νινέτ. Ως έφηβος, δηλώνει πως είναι με το μέρος του τζίτζικα. Προσλαμβάνει την κλασική αφήγηση, που τη διδάχτηκε στο μάθημα των Γαλλικών, ως σύγκρουση προσωπικών επιλογών, για το αν θα γίνει τραπεζίτης ή μουσικός, δηλαδή ως αντίθεση ανάμεσα στη χρησιμοθηρία και το πέταγμα της ψυχής. Όταν, αργότερα, αναγκάζεται να βιοπορίζεται ως πιανίστας, χωρίς όμως να πραγματοποιήσει τη μουσική καριέρα που ονειρευόταν, απευθύνεται νοερά στον Λαφονταίν: «Αναπαύσου εν ειρήνη… Είμαι κι εγώ μέρμηγκας». Ακόμα και η ζωή της (πραγματικής Έμμας) μητέρας της συγγραφέως σηματοδοτείται σε σχέση με τη γαλλική παιδεία της: διαβάζει τη γαλλική εφημερίδα της, ενώ αργότερα ασθενής από Αλτσχάιμερ τραγουδάει γαλλικά τραγουδάκια (Το τελευταίο σκαλοπάτι).

Γενικά, στο έργο της συγγραφέως, το Παρίσι παρουσιάζεται σε πολλές διαφορετικές εικόνες, σκοτεινές ή χαρούμενες. Είναι πόλη μυθική και σκηνικό ενηλικίωσης, αστικό τοπίο που μεταβάλλεται από εχθρικό σε φιλικό, ανάλογα με το εσωτερικό τοπίο της ίδιας της συγγραφέως και των ηρωίδων της. Είναι το πρώτο γκρίζο Παρίσι, αλλά αργότερα και το «συνένοχο… αυτό που δεν κρύβει πια μυστικά» για τη Νινέτ (Νινέτ, 283). Είναι, επίσης, το αρχικά ζοφερό και αφιλόξενο Παρίσι, αλλά και το ολόφωτο σκηνικό του έρωτα, της ελευθερίας και της επιτυχίας για τη Χριστίνα (Ο χορός της ζωής). Είναι, ακόμα, το πνευματικό Παρίσι, που προσφέρει άπειρα ερεθίσματα.

Η αυτοπροσωπογραφική ηρωίδα της συγγραφέως,[4] στον Χορό της ζωής, αναγκάζεται, το 1947,[5] να μετοικήσει στο μεταπολεμικό Παρίσι, όπου τότε ευνοούνται και προβάλλονται λογοτεχνικά και θεατρικά έργα που έχουν σχέση με την πρόσφατη γερμανική Κατοχή, ή που, απλώς, προσλαμβάνονται ως «αντιστασιακά». Σε αυτό το πλαίσιο, βραβεύεται το βιβλίο της Έλσας Τριολέ (1896-1970), Le premier accroc coute deux cent francs, που περιέχει τέσσερις νουβέλες από τη γαλλική Αντίσταση.[6] Στο θέατρο, όπου τότε ισχυροποιείται ιδιαίτερα η θέση του σκηνοθέτη, παρουσιάζονται αντιπολεμικά έργα, όπως το Θάψτε τους νεκρούς (1936) του Irwing Shaw (1913-1984), σε σκηνοθεσία Clément Harari (1919-2008), όπου η Ζωρζ-Χριστίνα θα ερμηνεύσει τον συγκινητικότατο ρόλο της Τζούλιας Μπλέικ.[7]

Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, παρουσιάζεται στον κινηματογράφο το έργο του Raymond Radiguet (1903-1923) Ο διάβολος στο κορμί (1923), ερωτικό δράμα με φόντο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το έργο, σε σενάριο Pierre Bost (1901-1975) και σκηνοθεσία Claude Autan Lara (1901-2000), ανανοηματοδοτείται και επικαιροποιείται, ώστε να προσλαμβάνεται και ως αντιπολεμικό.[8] H Ζωρζ-Χριστίνα βγαίνει «κλαμένη από το έργο», συγκλονισμένη από την ερμηνεία των πρωταγωνιστών, της βραβευμένης Micheline Presle και του Gérard Philippe. Ίσως, σε ολόκληρο Παρίσι, είναι το θέαμα που τη συγκινεί περισσότερο.

Η συγγραφέας αισθανόταν, κυρίως, θεατρική ηθοποιός και τραγωδός, ως αφοσιωμένη μαθήτρια του Δημήτρη Ροντήρη (1899-1981). Η αισθητική και η υποκριτική της είχαν διαμορφωθεί κάτω από τη μολυβένια σκιά του μεγάλου σκηνοθέτη που δίδασκε τραγωδία, επιχειρώντας να αποκαταστήσει τον προσωδιακό ρυθμό, και ευνοούσε την εύηχη απαγγελία, κατά την οποία κάθε λέξη της γρυπαρικής μετάφρασης θα ακουγόταν με ευκρίνεια. Εκτιμούσε «τη στεντόρεια φωνή και την καθαρή άρθρωση, πάνω κι απ’ το ταλέντο» (βλ. Τότε). Όλα αυτά βρίσκονται πολύ μακριά, βέβαια, από τη φυσικότητα της καθημερινής ομιλίας που ταιριάζει σε άλλα θεατρικά είδη.

Αντίθετα, οι σπουδές που η Χριστίνα (και βέβαια η συγγραφέας μας) πραγματοποίησε στη δραματική σχολή του χαρισματικού Charles Dullin (1885-1949) είχαν τριπλό προσανατολισμό. Μαζί με τη μελέτη των κλασικών (όχι μόνο των αρχαίων και του Σαίξπηρ) προωθούσαν τον αυτοσχεδιασμό, αλλά και τη μιμική και την κινησιολογία. Η εκπαίδευση συνοψιζόταν στο τρίπτυχο «improvision, mime, étude des classiques». Ανάμεσα στους σπουδαστές ήταν και ο αργότερα παγκόσμιας φήμης μίμος Marc Marceau, ερωτευμένος, χωρίς ανταπόκριση, με την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος.[9]

Ο Dullin συστήνει τη Ζωρζ-Χριστίνα στη σπουδαία τραγωδό της Κομεντί Φρανσαίζ Henriette Barreau, που, με εξαιρετική γενναιοδωρία, της διδάσκει ρόλους από τον Ρακίνα και τον Κορνέιγ. Ωστόσο, η νεαρή κοπέλα παραμένει ανικανοποίητη. Μετά το μάθημα, ακούει με τη φαντασία της τον Ροντήρη να της λέει: «Τρελή, γύρισε πίσω, το Παρίσι θα σε καταπιεί κι ο Ρακίνας είναι ξέπλυμα… Εγώ θα σε βάλω να παίξεις την Ηλέκτρα στην Επίδαυρο, στα χέρια μου και μόνο στα χέρια μου θα γίνεις τραγωδός».

Με αυτές τις καταβολές, η ηρωίδα μας δέχεται τη γαλλική θεατρική κουλτούρα κάπως επικριτικά και, μάλιστα, με την απολυτότητα και την υπεροπτική απειρία της νιότης. Την ξενίζουν οι επικαιροποιημένες μεταγραφές των αρχαίων μύθων, παραβλέποντας το φιλοσοφικό και πολιτικό τους περιεχόμενο. Λέει χαρακτηριστικά: «Θέλουν να διορθώσουν τον Σοφοκλή… Δεν επιτρέπεται ν’ αγγίζεις αριστουργήματα που άντεξαν στους αιώνες και να φτιάχνεις εργάκια». Toν μειωτικό αυτό χαρακτηρισμό η Χριστίνα αποδίδει, έμμεσα, στο σήμερα κλασικό έργο Οι Μύγες (1943) του Sartre, όπου ο μύθος των Ατρειδών εμπλουτίζεται με πολιτική και φιλοσοφική φόρτιση.[10] Είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη σχετική παράσταση από τον θίασο του Dullin.[11] Τον ίδιο χαρακτηρισμό αποδίδει, ως απογοητευμένη αναγνώστρια, και στο σπουδαίο έργο Ο πόλεμος της Τροίας δεν θα γίνει (1935), του Giraudoux (Βλ. Ο χορός της ζωής).

Εκδηλώνει τη νοσταλγία της για το ελληνικό θέατρο, όταν εκθέτει τις συνθήκες εργασίας στον τότε νεαρό σκηνοθέτη Clément Harari (1919-2008), εξηγώντας πως δεν προβλέπονται ωράρια συγκεκριμένα, ούτε αργίες. Πράγματι, όπως περιγράφεται και στο βιβλίο Τότε…, υπάρχει ενθουσιασμός και συναισθηματικό δέσιμο των ηθοποιών, ενώ κυριαρχεί η απόλυτη αφοσίωση στους μεγάλους δασκάλους, τον Ροντήρη ή τον Βεάκη, των οποίων, μάλιστα, φαίνεται πως οποιαδήποτε συμπεριφορά, ακόμα και εκρηκτική, θεωρείται θεμιτή. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο η ηρωίδα μας βρίσκει πως οι Γάλλοι άνθρωποι του θεάτρου είναι «σαν να γεννήθηκαν με σμόκιν» και χαρακτηρίζει και τις έξι νεαρές συναδέλφους της που παίζουν μαζί της στην Κομεντί Φρανσέζ, στο «εξπρεσιονιστικό και πιραντελικό» έργο H Άγνωστη του Αρράς (1935) του Armand Salacrou (1899-1989), ως «άνοστες, άχρωμες, κενές, σαν μανεκέν ουδέτερα».[12] Η ίδια, στο έργο αυτό, ερμηνεύει τον πρώτο της ρόλο σε γαλλική σκηνή, που είναι βουβός.

Η Χριστίνα είναι όμως και αναγνώστρια της σύγχρονής της γαλλικής λογοτεχνίας. Συντροφεύοντας την Κλειώ, το πανέξυπνο κοριτσάκι μιας οικογένειας Ελλήνων του Παρισιού, της διαβάζει ένα από τα ομορφότερα κεφάλαια του Μικρού πρίγκιπα, του Antoine de Saint-Exupéry (1900-1944). Αυτό το αγαπημένο φιλοσοφικό παραμύθι, τότε, είναι κάτι το καινοφανές, αφού η πρώτη του έκδοση στη Γαλλία έγινε το 1946. Επιλέγει το εικοστό τέταρτο κεφάλαιο, όπου εξιστορείται η απροσδόκητα επιτυχής αναζήτηση του πηγαδιού μέσα στην έρημο. Εγκιβωτισμένο στο αυτοβιογραφικό αφήγημα της Σαρή, το απόσπασμα νοηματοδοτεί αντιστικτικά τη δική της πορεία ζωής.[13]

Το δεύτερο μέρος της μυθιστορίας Ο χορός της ζωής, που ξετυλίγεται «ύστερα από χρόνια», αρχίζει με το ποίημα «Ο κήπος», του Ζακ Πρεβέρ, από τη δημοφιλέστατη συλλογή Paroles (1947), που, σε μουσική του J. Cosmas, τραγουδήθηκε αργότερα από τoν Yves Montand (1962). Aπαθανατίζει την οικεία και, ταυτόχρονα, μυθική στιγμή του πρώτου φιλιού που ανταλλάσσει ένα ερωτευμένο ζευγάρι στο πάρκο Montsouris. Η σκηνή αντιστοιχεί στην πραγματική ζωή της συγγραφέως και την αρχή της συντροφικής και οικογενειακής ζωής της, μέσα στο σκηνικό του ίδιου κήπου, με τον γιατρό Μαρσέλ Καρακώστα, που στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται με τη μορφή του Ανδρέα (Ο χορός της ζωής).

Στις παραπάνω γραμμές, ασχοληθήκαμε με μερικές χαρακτηριστικές γαλλικές αντηχήσεις στο έργο της Ζωρζ Σαρή. Το θέμα είναι, βέβαια, πολύ ευρύτερο και δεν εξαντλείται εδώ.

 

 

Αλεξάνδρα Ζερβού: Ομότιμη Καθηγήτρια Κλασικής Φιλολογίας & Παιδικής Λογοτεχνίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Κρήτης

[1] Πίσω από το ψευδώνυμο αυτό, κρύβεται το συγγραφικό δίδυμο της Jeanne-Marie Petitjean de la Roisière (1875-1947) και του αδερφού της Frederic (1876-1949).

[2] Η οικείωση της Έμμας με συγγραφείς διαμετρικά αντίθετους (Zola - Loty) αναδεικνύει διαφορετικές πλευρές του χαρακτήρα της. Παρά την ευαισθησία της, στις κρίσιμες στιγμές φαίνεται αποφασιστική και θαρραλέα.

[3] Πρόκειται για απόφθεγμα του F. Barthélemy Arlès-Dufour (1797-1872): Βλ. Larange, D. S. (2018). Charité bien ordonnée commence par soi-même - Pour une epistémologie de la charité dans le socialisme utopique. Romantisme, 2(180), 21-32.

[4] Χρησιμοποιούμε το διπλό όνομα Χριστίνα-Ζωρζ, στην προσπάθειά μας να θυμίζουμε πως οι εμπειρίες της ηρωίδας αφορούν τη συγγραφέα.

[5] Σύμφωνα με μαρτυρία της ίδιας της συγγραφέως, κακοποιείται βάναυσα στον δρόμο από «τρεις χίτες». Με τα σημάδια της κακοποίησης πηγαίνει στο Γαλλικό Ινστιτούτο και ζητάει βοήθεια για έκδοση βίζας από τους σπουδαίους φιλέλληνες Οκτάβ Μερλιέ και Ροζέ Μιλλιέξ, που βοήθησαν πολλούς Έλληνες, αντιστασιακούς και μη, να μετοικήσουν στη Γαλλία.

[6] Ο τίτλος Το πρώτο σκίσιμο στοιχίζει διακόσια φράγκα παραπέμπει σε συνθηματική φράση που ακουγόταν από τον αντιστασιακό ραδιοφωνικό σταθμό των Ελεύθερων Γάλλων.

[7] Ο καλοπροαίρετος σκηνοθέτης θεωρεί πως η ξενική προφορά της Χριστίνας θα δώσει «διεθνή τόνο» στο έργο.

[8] Το έργο κατηγορήθηκε από συντηρητικούς κύκλους για την τολμηρότητα ορισμένων ερωτικών σκηνών που τελικά αφαιρέθηκαν.

[9] Για την προσφορά του Dullin στο γαλλικό θέατρο, παραπέμπω στην παλαιά μελέτη του A. Touchard (1965), [Le théâtre français de 1918 à nos jours, Histoire des Spectacles, Pléiade, 1965, 1383-1396] που εξηγεί τον ισχυρότατο ρόλο του σκηνοθέτη.

[10] Για την επικαιροποίηση του μύθου από τον Sartre και τη μέσω αυτής καταγγελία της φιλοναζιστικής κυβέρνησης του Βισύ βλ. Ghyselinck, Ζ. (2011). Jean-Paul Sartre’s Les Mouches (1943): A classical tragedy revised as a pièce de résistance?, Euphrosyne, 39, 358-370.

[11] Η πρώτη παρουσίαση του έργου σε σκηνοθεσία Dullin γίνεται τον Ιούνιο του 1943, μέσα στην Κατοχή. Η Χριστίνα δεν αναφέρεται σε αυτή την παρουσίαση, αφού φτάνει στο Παρίσι τέσσερα χρόνια αργότερα.

[12] Ο Άγγελος Τερζάκης χαρακτηρίζει ως «εξπρεσιονιστικό και πιραντελικό» το συγκεκριμένο έργο του Armand Salacrou, συγγραφέα που ο Philippe Van Tieghem θεωρούσε ως έναν από τους καλύτερους της εποχής του, αλλά τώρα έχει κάπως ξεχαστεί. Το έργο του H γη είναι σφαίρα (La terre est ronde) ανεβαίνει, το 1946, στο Εθνικό Θέατρο της Αθήνας, κάτι μάλλον παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς την αριστερή ιδεολογία του συγγραφέα. Στο έντυπο πρόγραμμα, ο Τερζάκης, ως διευθυντής δραματολογίου, σχολιάζει το συνολικό έργο του Salacrou.

[13] Το απόσπασμα παρατίθεται σε μετάφραση της πρόωρα χαμένης συγγραφέως και κόρης της Ζ. Σαρή, Μελίνας Καρακώστα.

 

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.