fbpx
«Το σφάγιο του Σουτίν και το παγωμένο ποτάμι του Γκέοργκ Χάιμ» του Κώστα Ξ. Γιαννόπουλου

«Το σφάγιο του Σουτίν και το παγωμένο ποτάμι του Γκέοργκ Χάιμ» του Κώστα Ξ. Γιαννόπουλου

Η περιπέτεια της ζωής και της τέχνης του Χαΐμ Σουτίν (1894-1943) ξεκίνησε όταν έφτασε στο Παρίσι, όντας 18 ετών, προερχόμενος από ένα χωριό κοντά στο Μινσκ της τότε Λιθουανίας. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να πάρει μερικά μαθήματα σχεδίου και βρέθηκε να φοιτά στην École des Beaux Arts και να κάνει παρέα με τον Σαγκάλ και τον Μοντιλιάνι.

Η πολύτεκνη οικογένειά του ήταν πάμπτωχη και ο ράφτης πατέρας του δεν μπορούσε καν να θρέψει τον Χαΐμ, δέκατο από τα έντεκα παιδιά του. Η εβραϊκή του ρίζα τον περιόριζε σε μια κατεξοχήν δογματική θρησκεία, που εννοούσε να ελέγχει τη ζωή και τη σκέψη των πιστών της. Ο αντισημιτισμός του τσαρικού καθεστώτος αποτελούσε το άλλο βαρίδι που έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωσή του.

Η γενέτειρά του κατοικούνταν αποκλειστικά από Εβραίους, ήταν κάτι σαν γκέτο. Ασφυκτικά εγκλωβισμένος σ’ αυτό το χωρίς διέξοδο σκηνικό, ο έφηβος Χαΐμ ζωγράφισε έναν άντρα – ραβίνο προφανώς. Αλλά ο εβραϊκός νόμος απαγορεύει την αναπαράσταση ανθρώπων και ζώων. Ο γιος του ραβίνου, που ήταν χασάπης, εξοργίστηκε όταν είδε τη ζωγραφιά και του επέβαλε μια τιμωρία που θα σημάδευε τον Σουτίν διά βίου. Τον κλείδωσε στο πίσω μέρος του χασάπικου μαζί με τα σφαχτά και τον έσπασε στο ξύλο. Οι γονείς του πήγαν τον βασανιστή του στα δικαστήρια και έλαβαν αποζημίωση 25 ρούβλια.

Ο Γερμανός Γκέοργκ Χάιμ (1887-1912) προερχόταν από εύπορες οικογένειες γαιοκτημόνων και δικαστικών, που ήταν προσκολλημένοι στο πρωσικό στρατιωτικό πνεύμα και τον προτεσταντισμό. Οι συνεχείς μετακινήσεις της οικογένειας ακολουθούσαν τους διορισμούς του πατέρα, που ήταν εισαγγελέας. Ο Γκέοργκ έγραφε ρομαντικά ποιήματα από τα δεκαπέντε του. Στα είκοσι λαμβάνει μέρος σε αιματηρή μονομαχία προκειμένου να εισέλθει σε μια αδελφότητα και αποκτά μια ουλή στο μάγουλο. Ασκεί όλο και δριμύτερη κριτική στις κοινωνικές συμβάσεις και γρήγορα απομακρύνεται από το συντηρητικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε. Αρχίζει σπουδές νομικής και απομακρύνεται από τις επαγγελματικές προσδοκίες των γονιών του, ενώ γράφει πυρετωδώς θέατρο και διηγήματα. Θαυμάζει τον Χέλντερλιν, τον Μπίχνερ, τον Ρεμπό, τον Κλάιστ. Παροτρύνει τους φίλους να εκφράσουν την αντίθεσή τους στον κυνισμό και τη χυδαιότητα των καιρών. Υποβάλλει στον εκδότη Ερνστ Ρόβολτ τον Κλέφτη και επτά διηγήματα, αλλά ο εκδότης διστάζει να το εκδώσει, γιατί το περιεχόμενο είναι ζοφερό και μακάβριο και το ύφος γκροτέσκο.

Ο νεκρός ήταν ξαπλωμένος ολομόναχος και γυμνός πάνω στο λευκό τραπέζι της πελώριας αίθουσας, μέσα στη θλιβερή λευκότητα, στη βάναυση ψυχρότητα της χειρουργικής αίθουσας, όπου λες και πλανιόνταν ακόμα οι κραυγές ατέλειωτων μαρτυρίων.

Ο μεσημεριανός ήλιος σκέπασε το νεκρό του σαρκίο, ξυπνώντας τις πτωματικές υποστάσεις στο μέτωπό του, στο μαγικό άγγιγμα του ήλιου, η γυμνή του κοιλιά βάφτηκε με ένα ανοιχτό πράσινο χρώμα και φούσκωσε σαν ένα μεγάλο ασκί.

Το κορμί του έμοιαζε με έναν τεράστιο αστραφτερό κάλυκα άνθους, με ένα μυστηριώδες φυτό από τα παρθένα δάση της Ινδίας που κάποιος το είχε αποθέσει με δέος μπροστά στο βωμό του θανάτου.

Κόκκινες και βαθυγάλαζες ανταύγειες απλώθηκαν ολόλαμπρες κατά μήκος των γοφών του, και στην κάψα του μεσημεριού, η πελώρια πληγή κάτω από τον αφαλό του έσκασε αργά, σαν κόκκινο αυλάκι, σκορπώντας ένα απαίσιο άρωμα.

Ο Σουτίν στο μεταξύ φτάνοντας στο Παρίσι βρήκε ένα φτωχικό ενδιαίτημα για Ρώσους εμιγκρέδες με πολύ χαμηλό ενοίκιο. Ήταν πεινασμένος και, όπως λέει ο Νταν Φρανκ στους Μποέμ –ένα μυθιστόρημα που περιγράφει τη ζωή των καλλιτεχνών, εμιγκρέδων κυρίως, στη Μονμάρτρη το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα και αργότερα– «μέσα στο αυτί του έβρισκαν καταφύγιο οι ψύλλοι».Τον περιγράφουν συνεσταλμένο, με πονηρό χιούμορ, έναν ελεεινό περιπλανώμενο σχεδόν σ’ όλη τη ζωή του.Ζωγράφιζε ψάρια και πουλιά που μετά μπορούσε να τα φάει, όπως πολλοί φτωχοί ομότεχνοί του.

Τους συνδέει ένα υπόγειο ρεύμα που συνδυάζει τη ζωγραφική με τη λογοτεχνία, τον εξπρεσιονισμό με τη μεταφυσική, τον ρεαλισμό με το γκροτέσκο, όπως και την προσπάθειά τους να αποδεσμευθούν από τα δόγματα.

Τα έργα του παρουσιάζουν μια συγγένεια με τον εξπρεσιονισμό, χωρίς όμως να έχει δεχτεί καμιά σοβαρή επίδραση από αυτόν. Οικοδομούσε κάθε έργο του γύρω από ένα βασικό χρώμα κάθε φορά: κόκκινο, μπλε ή λευκό. Ήταν μια βίαιη βασανισμένη ψυχή με εκρηκτικές συναισθηματικές μεταπτώσεις. Διέθετε μια εντελώς δική του εικαστική οπτική. Τον ταύτιζαν με τον Βαν Γκογκ, που ζωγράφιζε οδηγημένος από το εσωτερικό του μαρτύριο, ενώ ο Σουτίν ζωγράφιζε με τη φαινομενικά ανεξέλεγκτη διαίσθησή του, που κάποια στιγμή τον έφερε πλησίον του αμερικανικού αφηρημένου εξπρεσιονισμού και ιδιαίτερα στον ντε Κούνιγκ.

Ο Σουτίν δήλωνε τον ενθουσιασμό του για τον Ελ Γκρέκο και τον Ρέμπραντ. Το πάθος του για τον Ρέμπραντ τον οδήγησε σε μια ελεύθερη διασκευή ορισμένων πινάκων του. Στον περίφημο πίνακα με τίτλο Σφαγμένο βόδι αποδίδει πίνακα του Ρέμπραντ με το ίδιο θέμα που βρίσκεται στο Λούβρο, αλλά ο Σουτίν τον ζωγράφισε με κυριολεκτικά αιμοβόρο τρόπο, ωμό και φρικτό.

Είναι γνωστή η ιστορία τρόμου που δημιούργησε με την εμμονή του να κρατά στο διαμέρισμά του το κουφάρι ενός βοδιού, προκειμένου να το ζωγραφίσει. H δυσοσμία, όπως ήταν αναμενόμενο, κινητοποίησε τους γείτονές του οι οποίοι έφεραν την αστυνομία και ο Σουτίν αποδύθηκε σε ένα κήρυγμα υπέρ της προτεραιότητας της τέχνης. Έστελνε μάλιστα μια μικρή που χρησιμοποιούσε σαν μοντέλο να του φέρνει αίμα από τον χασάπη, για να ζωντανεύει το χρώμα του σφαγμένου βοδιού. Λέγεται μάλιστα ότι όταν ο Σαγκάλ είδε αίμα να ρέει κάτω από την πόρτα του ατελιέ του Σουτίν έβαλε τις φωνές: «Τρέξτε, σκότωσαν τον Σουτίν!».

Κάποιοι διαπιστώνουν στη σχέση σφάγιου-τροφής την προσπάθεια του ζωγράφου να αρνηθεί τις οδηγίες της εβραϊκής διατροφής. Στο shtetl όπου μεγάλωσε, τα ζώα έπρεπε να θανατωθούν με την τελετουργική σφαγή «shokhet» με τη χρήση μιας λεπτής λεπίδας και ακολούθως έπρεπε να στραγγιστεί όλο το αίμα. Το αντίθετο δηλαδή από το θέαμα που επέλεξε ο Σουτίν με το διαρκές κατάβρεγμα του ζώου – τεντωμένου όπως ο καμβάς πάνω στον οποίον το αποτύπωνε. Άλλοι πάλι διακρίνουν στην ανθρωπομορφική παρουσίαση του σφάγιου μια κοινωνική, φιλοσοφική, μεταφυσικού χαρακτήρα αλληγορία για το μαρτύριο. Ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει σ’ αυτή την εμμονή την αφύπνιση του εφηβικού τραύματος από τον εγκλεισμό που επέβαλε στον νεαρό Σουτίν ο χασάπης…

«Το να ζωγραφίσεις ένα γδαρμένο βόδι έχει γίνει ξανά σημαντικό», ισχυρίζεται ο Μπαρσελό. «Όπως σε άλλες εποχές, αλλά πάντα διαφορετικά. Όχι όπως οι Ρωμαίοι ζωγράφιζαν φαγητά, όχι σαν τον Ρέμπραντ, όχι σαν τον Σουτίν ή τον Μπέικον, όχι σαν τον Μπόις – ξαφνικά η ευκαιρία να το ζωγραφίσεις έχει γίνει κάτι το επείγον, το αναγκαίο, το ουσιώδες: αίμα και θυσία… αλλά θα δούλευε επίσης και με ένα μήλο, ένα πρόσωπο…»

Κι ο Ζιλ Ντελέζ συμπληρώνει: «Για παράδειγμα, στις Ταυροµαχίες του Μπέικον ακούµε τις οπλές του ζώου, στο τρίπτυχο του 1976 αγγίζουν το ρίγος του πτηνού που βυθίζεται στη θέση της κεφαλής, και οσάκις αναπαρίσταται το κρέας, εµείς το αγγίζουµε, το νιώθουμε, το τρώµε, το ζυγίζουμε, όπως συμβαίνει και µε το έργο του Σουτίν».

«Ο Σουτίν», λέει ο Ζμπορόφσκι –ο έμπορος τέχνης που έβγαλε τον φτωχό νευρασθενικό ζωγράφο από τη μιζέρια και τον έκανε «πλούσιο»– «ζωγραφίζει καλά πάνω απ’ όλα τη σάρκα… κάνει κτήμα του ένα κομμάτι σάρκας… μόλις αρχίζει να το ζωγραφίζει, όλη του η κανιβαλική επιθυμία είναι εγκλωβισμένη σ’ αυτό το κόκκινο».

Εντέλει ο Σουτίν αναπαριστά έναν κόσμο φτωχό και βασανισμένο, που κατακλύζεται από ανησυχία και αγωνία όπως κι o ίδιος.

Ο Γκέοργκ Χάιμ πνίγηκε 25 χρονών σε παγωμένο ποτάμι, όπου έκανε σκι μ’ έναν φίλο του που προσπάθησε να σώσει. Ο Σουτίν γλίτωσε το κυνηγητό από τους Ναζί επειδή ήταν Εβραίος, αλλά πέθανε πάνω στη δεύτερη εγχείρηση στομάχου στα 50 του χρόνια. Αυτούς τους δύο τους συνδέει ένα υπόγειο ρεύμα που συνδυάζει τη ζωγραφική με τη λογοτεχνία, τον εξπρεσιονισμό με τη μεταφυσική, τον ρεαλισμό με το γκροτέσκο, όπως και την προσπάθειά τους να αποδεσμευθούν από τα δόγματα.

 

ΠΗΓΕΣ
– H. H. Arnason, Ιστορία της σύγχρονης τέχνης, μτφρ. Φώτης Κοκαβέσης, Επίκεντρο, 2006
– Georg Heym, Ο Κλέφτης, επτά αφηγήματα, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, Νεφέλη, 2009

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΡΘΡΑ
«Ο ζωγράφος Θεόδωρος Στάμος στη Λευκάδα: Πινελιές μιας “εθνογραφικής” μετοικεσίας» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Συμπληρώθηκαν είκοσι επτά χρόνια αφότου, στις 2 Φλεβάρη του 1997, μια γκρίζα χειμωνιάτικη μέρα, ο μεγάλος Ελληνοαμερικανός ζωγράφος Θεόδωρος Στάμος άφηνε την τελευταία του πνοή σε λαϊκό θάλαμο της...

ΑΡΘΡΑ
«Θέματα και προβαλλόμενες αξίες στο έργο της Φωτεινής Φραγκούλη» της Αναστασίας Ν. Μαργέτη

Η Φωτεινή Φραγκούλη (1958-2018) ήταν πολυβραβευμένη συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Αγαπούσε τα παραμύθια και τα παιδιά, «τα Πλατανόπαιδα», όπως τα αποκαλούσε. Στα βιβλία της, αυτές οι δύο αγάπες...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.