fbpx
«Με αφορμή το βιβλίο “Τα όνειρα μού δέλουν” του Σωτήρη Δημητρίου» της Τούλας Ρεπαπή

«Με αφορμή το βιβλίο “Τα όνειρα μού δέλουν” του Σωτήρη Δημητρίου» της Τούλας Ρεπαπή

Πριν από 27 αιώνες η λέξη «δέελος» σήμαινε ορατός, εμφανής. Αργότερα έγινε «δηλώ», δηλαδή ποιώ δήλον, φανερώνω, αποκαλύπτω. Από τα μονοπάτια του χρόνου έφθασε στο χωριό μου ο αρχικός τύπος «δέελος» και επειδή η λέξη μόνο ομιλήθηκε, «δέλος». Ο δακτυλογράφος θεώρησε το «δέλουν» λάθος, το έκανε «δηλούν» και έτσι φανερώθηκε και σε εμένα ο τίτλος του βιβλίου. (Σ.Δ., από το οπισθόφυλλο της έκδοσης)

Στη συνήθη φόρμα των μικρών ιστοριών, στην οποία τόσο επιτυχημένα μας αφηγείται χρόνια τώρα ο Σωτήρης Δημητρίου, επανέρχεται στο βιβλίο του με τον τίτλο Τα όνειρα μού δέλουν,μέσα από είκοσι δύο μικρά διηγήματα, να συμπληρώσει την εικόνα της ζωής γύρω του. Γύρω μας.

Και συνεχίζει την τοιχογραφία αυτήν αρχικά με το διήγημα «Ο διασώστης». Ο ήρωάς του εμμονικός για το κακό που μπορεί να συμβεί, εμφανίζεται λιτός και αποκομμένος από τον κόσμο. Φίλους και συγγενείς δεν δέχεται σπίτι του, προκειμένου να τους προφυλάξει και να τους διασώσει από την πιθανότητα κάτι κακό, ακόμη και στη διαδρομή προς αυτόν, να τους συμβεί. Μόνο στο κακό πήγαινε ο νους του συνεχώς. Τελικά, το κακό ήρθε. Στον αδελφό του. Μέσα στο σπίτι του… Ο συγγραφέας, με στιβαρή, χωρίς περιστροφές γραφή, μας γνωρίζει τον διασώστη και τις εμμονές του με τους κινδύνους που κρύβουν οι κινήσεις και οι μετακινήσεις, οι οποίες μπορούν με κάθε έστω και ασυνήθιστη πιθανότητα να επιφέρουν το μοιραίο. Και, ανατρέποντας το αναμενόμενο κακό στους δρόμους, το κάνει να υπερβαίνει τις προφυλάξεις του ήρωα, με το κακό να συμβαίνει μέσα στο σπίτι, θέλοντας ίσως να πει πως ο άνθρωπος από φόβο στερείται τη ζωή, ενώ δεν μπορεί να προστατευτεί από αυτήν. Από την τύχη του. Το πεπρωμένο του.

Πιο κάτω, στο διήγημα «Υποβολή», αφηγείται την ιστορία ενός ικανότατου και τολμηρού ήρωα. Όλα τα κατάφερνε και μετά που εγκατέλειψε σπουδές και επιχειρήσεις ήρθε και εγκαταστάθηκε στο νησί, ενσωματώθηκε με τους ντόπιους κι έγινε ο καλύτερος ψαράς. Τη ζωή του οδηγούσε η τόλμη. Δεν τον κρατούσε τίποτα πίσω. Πήγαινε τη ζωή του συνεχώς μπροστά. Άλλαζε τους πάντες και τα πάντα γύρω του συνεχώς. Νόμιζε πως όλη αυτή η δύναμη της αφήγησής του θα τη γοήτευε κι εκείνη  και θα δεχόταν την πρότασή του να πάνε μαζί σ’ εκείνο το μικρό λαμπερό νησάκι απέναντι. Έμοιαζε, οι δρόμοι τους να συγκλίνουν. Τόλμησε και της το ’πε. Το βράδυ τού απάντησε. Τού έστειλε ένα μήνυμα να μην την περιμένει. Από τη δουλειά της πήρε άδεια και πήγε μόνη. Ο ίδιος δεν κατάλαβε ποτέ γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά και δεν πήγε μαζί του. Κι αν μοιάζει πως δύο ανθρώπων οι δρόμοι συγκλίνουν, στο τέλος αποκλίνουν. Είναι δρόμοι κι άνθρωποι, διαφορετικοί.

Γρίφος η γραφή του Σωτήρη Δημητρίου σε αυτή την αφήγηση. Όλα τόσο γαλήνια, τόσο λαμπερά, ακόμα και η φύση γύρω λάμπει από ομορφιά κι ο ήρωας δυνατός, τολμηρός και ένα κορίτσι απέναντί του να τον ακούει ν’ αφηγείται. Έτσι μαγεύει και τον αναγνώστη του ο συγγραφέας, για να τ’ ανατρέψει όλα στο τέλος με το μήνυμά της, αφήνοντας και τον αναγνώστη ν’ αναρωτιέται και να διαβάζει και πάλι το διήγημα από την αρχή. Ούτε ο ήρωας είχε αντιληφθεί πως οι αφηγήσεις του όλες ήταν μια φυγή. Δεν δενόταν με τίποτα και με κανέναν. Δεν κατάλαβε πως το κορίτσι απέναντί του δεν ήθελε να γίνει μια νέα του φυγή.

Στο διήγημα «Θέλω να πάω σπίτι μου», δυο διαφορετικοί ήρωες, δύο διαφορετικές στιγμές της ζωής. Ένας πότης ύστερα από μέρες αναγκάζεται να φύγει από το νοσοκομείο. Δεν του επιτρέπουν να μείνει άλλο. Όμως, δεν έχει πού να πάει. Η γυναίκα και οι κόρες του τον έχουν διώξει από το σπίτι. Είναι ένα ερείπιο της ζωής. Θα ήθελε να μπορούσε, τώρα που έφευγε από το νοσοκομείο, να είχε λίγα χρήματα στην τσέπη και ένα σπίτι, να είχε μια οικογένεια να τον περιμένει. Σ’ ένα άλλο νοσοκομείο, ένα κοριτσάκι κλαίει. Θέλει να πάει σπίτι του… Με την απλότητα που μόνο η συγγραφική τέχνη μπορεί να συνδυάζει και να αναλύει πίσω από τις γραμμές, ο Σωτήρης Δημητρίου εμφανίζει τις καθοριστικές στιγμές της ζωής, στις οποίες ο άνθρωπος, σε μεγάλη αλλά και παιδική ηλικία, νιώθει την ανάγκη της συντροφικότητας, της προστασίας και της θαλπωρής, που το μοναδικό καταφύγιο του προσφέρει. Το σπίτι του. Γιατί μέσα του στεγάζει την οικογένειά του.

«Αγάπησέ με». Κι όμως, σε τρεις σελίδες χώρεσαν τρεις ζωές, αμέτρητος ψυχικός πόνος και υποταγή στην ποινή του σωματικού πόνου. Σε τρεις σελίδες χώρεσε η αμφίδρομα βασανιστική και εγκληματική σχέση μάνας και κόρης. Πόσος πόνος! Πόσο μίσος!

«Ανάχωμα». Μια απόκλιση, το ανάρμοστο στην ερωτική σκέψη γεννά και θρέφει τη λαγνεία, που ωθεί στην τόλμη της συνεύρεσης. Με τη θεία του. Η παράξενη λογική της σεξουαλικής επιθυμίας του άνδρα στο βάθος της, ωστόσο, έχει τη μάνα του. Θα αποδεσμευτεί άραγε ποτέ από αυτήν; Αφού και νεκρή, σε αυτήν θα απολογείται.

Το «Ανάχωμα», μετά το «Αγάπησέ με», δείχνει μια συνέχεια. Δύο διαφορετικές εκδοχές και προσεγγίσεις. Δύο παιδιά, δύο διαφορετικά φύλα κι η μάνα, ο τύραννος της ψυχής τους. Η αιτία της ευτυχίας ή δυστυχίας τους στη ζωή. Και άλλες φόρες έχει εκφράσει την άποψή του για τη σχέση μητέρας-παιδιού, ιδιαίτερα στο βιβλίο Η σιωπή του ξερόχορτου, όπου στην υπερρεαλιστική γραφή του –μέσα σε όνειρο– επιθυμία του είναι ο κόσμος να ήταν δομημένος αλλιώς. Προτείνει τις κοινωνικές μητέρες –πολλές διαφορετικές μητέρες–, έτσι που να μη δημιουργείται αυτή η σχέση εξάρτησης παιδιού και μάνας, που είναι ποτισμένη μέχρι θανάτου αμφοτέρων από το δηλητήριο της αγάπης. Η ποτισμένη με ρεαλισμό αφήγησή του δεν σοκάρει, γιατί δείχνει το βάθος της ψυχής όχι μόνο του ήρωά του, αλλά του ανθρώπου.

«Περί της ομοιότητας»,και συνεχίζει τηνπαρατήρησή του στους ανθρώπους. Το έχει πει άλλωστε. Η ζωή γύρω όταν την παρατηρείς έχει να σου μάθει πολλά περισσότερα από τα βιβλία. Έχει εντοπίσει χώρους πολυσύχναστους και τώρα, στο διήγημα αυτό, είναι καθισμένος στα παγκάκια των δρόμων, Συγγρού και Αθανασίου Διάκου. Παρατηρεί περαστικούς και καθήμενους, δηλώνοντας πως το περπάτημα αλλά και ο χώρος που επιλέγει κάποιος να καταλάβει αναλογεί στον εσωτερικό του πόνο. Φωνάζει αυτά που τον βασανίζουν και σαν να δραπετεύουν από μέσα του διαχέονται σ’ όλο το παγκάκι αποθαρρύνοντας άλλους να το μοιραστούν μαζί του. Μερικές φορές περιχαρακώνει ο ίδιος τον χώρο γύρω του, τοποθετώντας τις αποσκευές του, δείχνοντας την αντικοινωνικότητά του. Ο συγγραφέας ταυτόχρονα εντοπίζει στους καθήμενους την ανακούφιση του σώματός τους, με τα κρεμασμένα πόδια να ψαλιδίζουν τον αέρα. Παρατηρεί και τις γυναίκες, λέγοντας πως έχουν έρθει από άλλον κόσμο. Οι δρόμοι έχουν να του μάθουν πολλά. Εκεί βλέπει όχι μόνο αυτά που άλλοι προσπερνούν, αλλά βλέπει κι αυτό που οι άνθρωποι κρύβουν βαθιά μέσα τους. Τους παρατηρεί, τους αποκωδικοποιεί και τέλος τούς συμπονά.

Η ποτισμένη με ρεαλισμό αφήγησή του δεν σοκάρει, γιατί δείχνει το βάθος της ψυχής όχι μόνο του ήρωά του, αλλά του ανθρώπου.

Έναν μήνα συνεχώς πήγαινε σ’ εκείνο το παγκάκι. Ήθελε να έχει μεγάλο πληθυσμιακό δείγμα, για να μη μιλήσει αυθαίρετα. Ήθελε να βγάλει τα στατιστικά στοιχεία, που θα τον οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως όλοι ίδιοι είμαστε, θυμίζοντας το «Ας μου πει κάποιος ότι συνάντησε έναν άλλον ήλιο», από το βιβλίο του Θάμπωσε ο νους. Ακόμα και η εξαίρεση, η κυρία που δεν λίκνιζε τα πόδια στο παγκάκι, ως εξαίρεση επιβεβαίωνε τον κανόνα. Περιγραφές γεμάτες εικόνες ζωντανεύουν την κίνηση στη στάση του λεωφορείου και τον κόσμο γύρω του, μετατρέποντας τις σελίδες σ’ ένα tableau vivant.

«Ναξία σμύρις», με τα χέρια της τραχιά σαν σμυριδόπετρες και με μια δυσανάλογη για την ηλικία της επιθετική εφηβική συμπεριφορά, χάιδεψε το πρόσωπό του. Μετά τη συνεύρεσή τους, του έδειξε και την παράξενη συλλογή της από βαζάκια, με σκοτωμένα και συντηρημένα έντομα και μικροζωάκια μέσα σε αυτά. Μια παράξενη έλξη φόβου, τραχύτητας, έντασης αλλά και έξαψης τον έκανε, αν και δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε, να επικοινωνήσει μαζί της ξανά. Ήθελε να την ξαναδεί. Ήθελε να ξανανέβει στο σπίτι της και να ξαναζήσει την ίδια έξαψη. Από εκείνο το βράδυ, χάθηκε… Μια παράξενη και ανεξέλεγκτη έλξη οδηγεί σαν ταινία θρίλερ σε μια εξαφάνιση. Ίσως εκείνο το δακτυλάκι μιας ανδρικής παλάμης συντηρημένο σ’ ένα μικρό μπουκάλι, στο βάθος μια ντουλάπας, να ήταν δικό του.

«Μεταστροφή». Στον κλειστό χώρο ενός πούλμαν πηγαίνοντας προς τα Γιάννενα, το ραδιόφωνο παίζει συνεχώς, τα διαφορετικά τηλέφωνα μιας κυρίας χτυπούν και η ίδια μιλά ασταμάτητα. Ο θόρυβος αυτός γεννά αντιδράσεις αρνητικές αρχικά.

«Άτακτα φιλιά». Το έχουμε δει και άλλες φορές στα διηγήματά του, με ρεαλισμό να αφηγείται ανάρμοστα οικογενειακά ερωτικά σμιξίματα, όπου το πάθος της έλξης ξεπερνά τους ηθικούς κανόνες. Εδώ η κόρη και ο πατέρας με το πάθος τους εμπνέουν τον συγγραφέα και το μεταφέρει στις σελίδες του, μεταφέροντας συνάμα κάτι πιο βαθύ. Το μίσος και την εκδίκηση της κόρης προς τη μητέρα της.

«Γυαλιά με τζάμι»,αφήγηση με εικόνες από τη ζωή μιας γερόντισσας με ακουστικό βαρηκοΐας. Θα μπορούσε το διήγημα αυτό να φέρει τον τίτλο «Ανακαλύπτοντας τους ήχους πάλι», αν η γερόντισσα δεν φορούσε από κοκεταρία και μόνο γυαλιά με τζάμι. Ο τίτλος είναι η ανατροπή της αφήγησης.

«Μισοφωνία», οι εκνευριστικοί ήχοι του στόματος κατά τη μάσηση και την ομιλία.

«Όλβιος πατέρας». Έναν δημόσιο υπάλληλο κοντά στη σύνταξη, μια γυναικεία φωνή τον επαναφέρει στην πραγματικότητα και στο καθήκον του: «Κύριε, θα παραλάβετε παρακαλώ το έγγραφο;». Κι όμως, με το μυαλό του έκανε την τόσο ένδοξη διαδρομή της ζωής του, τη γεμάτη επαίνους και επιβραβεύσεις, με το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα του πατέρα του συνεχώς επάνω του. Μια ονειρική αφήγηση πορείας συνεχούς θριάμβου, με τη ζωή ν’ αποκαλύπτει στο τέλος ανατρέποντας την παραπάνω αφήγηση τη μηδαμινότητά της. Μόνο στα όνειρά του μπορούσε να εισπράξει το θριαμβευτικό βλέμμα του πατέρα του. Αυτό το βλέμμα τον καταδίωκε. Αυτό το βλέμμα τού έδειχνε την αποτυχία του. Ακόμη και ο τίτλος του διηγήματος είναι μια ανατροπή της πραγματικότητας.

«Βραδεία εξημέρωση». Μια γάτα κοιτά στα μάτια, κουλουριάζεται, τεντώνεται, τρίβεται, ικετεύει, απαιτεί, εισβάλλει και επανέρχεται διεκδικώντας όλο τον χώρο. Και τέλος, εκδικείται για την άρνηση. Ήθελε ν’ αφήσει παντού την απόδειξη της απόλυτης κυριαρχίας της. Τις τρίχες της. Ο συγγραφέας με χαρισματική παρατηρητικότητα ζωντανεύει τη γάτα και τη συμπεριφορά της, δίνοντάς της όχι μόνο ζωή αλλά μια ανθρώπινη συμπεριφορά.

«Ένα χεράκι απ’ έξω», μια διαφορετική συμπεριφορά φέρνει στην επιφάνεια την ψυχική άβυσσο.

«Τα όνειρα μού δέλουν», διήγημα το οποίο δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο. Η ηρωίδα είχε το «χάρισμα», όταν στον ύπνο της έβλεπε το πρόσωπο γνωστών ή συγγενών, να ξέρει πως προμηνύεται ο θάνατός του. Δεν ήθελε να έχει αυτή την «ικανότητα», και γι’ αυτό απέφευγε τις κατά πρόσωπο συναντήσεις. Προτιμούσε να συναντά πλήθος ανθρώπων για να μη θυμάται μεμονωμένα χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονταν σε κάποιο πρόσωπο και να τ’ ανακαλεί μετά ο νους της στα όνειρά της. Κι όταν τυχαία συνέβαινε να έρθει αντιμέτωπη με το πρόσωπο κάποιου, τότε προσέθετε στο μυαλό της κι άλλες πληροφορίες, για να το μπερδεύει και να μην μπορεί να επαναφέρει τη μορφή του. Δεν ήθελε να είναι ο αγγελιαφόρος του θανάτου κανενός και σιγά σιγά απομακρύνθηκε από τον κόσμο, αποκτώντας μια εικόνα εχθρικότητας και αποστροφής στην όψη της. Ήθελε κι οι άλλοι να την αποφεύγουν. Ωστόσο, κάποιος συγκινήθηκε μαζί της κι αυτή μαζί του επίσης. Τότε, άρχισε ο πόλεμος με τον εαυτό της. Κάθε φορά που η μορφή του ερχόταν στο μυαλό της, σαν τιμωρία έβαζε το σώμα της σε διαδικασία με δυσάρεστες αντιδράσεις, επιδιώκοντας η όψη του να μην εισβάλλει στο μυαλό της ούτε την ημέρα. Κι όμως, ήρθε στα όνειρά της… Μια ιστορία με σφικτή αφήγηση για την τρυφερότητα της μοναξιάς και τη λάμψη που για λίγο φέρνει η συμπάθεια και η έλξη προς το αντίθετο φύλο, με τον φόβο του θανάτου να υποβόσκει συνεχώς, ενώ η ικανότητα της δυσοίωνης προφητείας του θανάτου αφαιρεί τη ζωή και εν ζωή.

Απ’ όταν ήταν παιδί τού άρεσε ν’ ακούει τις συζητήσεις των γυναικών γύρω του. «Ουράνιες μελωδίες» τις είχε χαρακτηρίσει και στο βιβλίο του Ουρανός απ’ άλλους τόπους. Μια από αυτές τις πρώτες πρωινές τους συζητήσεις, πριν τις σβήσουν οι έγνοιες της ημέρες, ήταν τα όνειρά τους. Ιδιαίτερα τα δυσοίωνα. Ίσως το διήγημα αυτό να είναι ο απόηχος μιας τέτοιας «Ουράνιας μελωδίας».

«Σύγχυση ταυτότητας». Μια μάνα, όταν στην εφηβεία του ο γιος της της ομολόγησε την ομόφυλη έλξη του, στάθηκε δίπλα του αφήνοντας τον χρόνο να του/της το επιβεβαιώσει. Η κοινωνία του χωριού την αποξένωσε από τις χαρές της, η ίδια όμως εκεί, δίπλα του, γεμάτη στοργή και τόση τρυφερότητα, μέχρι που μάνα και γιος γίναν ένα... Και σε άλλα διηγήματα έχουμε δει το ανάρμοστο σμίξιμο, με την τρυφερότητα να οδηγεί στη λαγνεία και εξαφανίζοντας κάθε λογική να μην αναγνωρίζει συγγένειες. Υπερτερεί η ορμή του ενστίκτου. Η γραφή συμπαγής, με «παράθυρα» έκπληξης, πόνου, στοργής και πόθου να τη χρωματίζουν, ζωντανεύει με σφρίγος τις συναισθηματικές διαβαθμίσεις των ηρώων.

«Θνησιγενής έλξη». Μικρά, πολύ μικρά ραγίσματα στην ένταση του πόθου εξαφανίζουν επιθυμία και έλξη. Μικρές στιγμές που παρεμβάλλονται στην ένωση δύο σωμάτων για να εξαφανίσουν κάθε πόθο και να τα απομακρύνουν τελικά. Και εδώ ο πόθος κυρίαρχος, αλλά χωρίς τη σωστή ανταπόκριση. Η έλξη τους είχε στηριχθεί σε έναν ανισοβαρή πόθο. Μόνο.

Στα βιβλία του περιγράφει τη ζωή μ’ ένα μείγμα ποίησης και ρεαλισμού. Οι ήρωές του, στην πλειονότητά τους ηττημένοι της ζωής, έχουν συνέχεια στην αφήγησή του.

«Κρυφά λόγια». Ο Θεόφιλος, «γλυκόστομος και πικράντερος», ήταν γεμάτος με ευχές για βίο ανθόσπαρτο στους νιόπαντρους, ευχές σε όσους βρίσκονταν σε ηλικία γάμου και ευχές με κρυμμένα πικρόχολα σχόλια σε όσους δεν παντρεύτηκαν ακόμα. Ένα μείγμα από καλά και πικρόχολα σχόλια για όλους από όλους. Η ρεαλιστική ζωντανή εικόνα ενός γάμου στη μικρή, κλειστή κοινωνία ενός χωριού, όπου οι πάντες ξέρουν τα πάντα για τους πάντες και επειδή τα ενδιαφέροντά τους εξαντλούνται εκεί, δεν παύουν γλυκόπικρα να εύχονται και ταυτόχρονα επικριτικά να σχολιάζουν. Ο γάμος, ένα πανηγύρι ευχών, χορού και κουτσομπολιών.

«Η νύχτα του θριάμβου». Μια βραδιά ποδοσφαιρικού θριάμβου εξωθεί πλήθος κόσμου στο Σύνταγμα να ζητωκραυγάζει. Επικρατεί πανδαιμόνιο. Δεν πέφτει καρφίτσα. Μια κοπέλα, από τον συνωστισμό, σχεδόν ακουμπούσε με το σώμα της τον εύζωνα μέσα στο φυλάκιο. Χωρίς ν’ αντιληφθεί κανείς τι συνέβη ακριβώς, ύστερα από λίγο ένα ασθενοφόρο παρέλαβε τη νεαρή. Ήταν θύμα βιασμού. Ο εύζωνας συνελήφθη… Ο Σωτήρης Δημητρίου με τέχνη μεταφέρει στο κείμενό του την εορταστική ατμόσφαιρα εκείνης της βραδιάς δίνοντας παλμό, ένταση και ποδοσφαιρικό ρυθμό με τα ανάλογα συνθήματα να ηχούν στις σελίδες του: «Ζαγοράκη, Ζαγοράααακη!». Παράλληλα, περιγράφει τη νεαρή σαν έναν φιδίσιο πειρασμό να γλιστρά μέσα στο κουβούκλιο, αποθεώνοντας στην περιγραφή του τη νιότη της, αλλά και την αρρενωπότητα εκείνου. Μια αρρενωπότητα θαυμαστή και επιλεγμένη, που έχανε τη λάμψη της χωρίς τη στολή. Η ποίηση εμφανής στην περιγραφή του για τη νεαρή που την παρομοιάζει με κλαδί αμυγδαλιάς, ο πόθος εκφράζεται στην περιγραφή του σώματός της και των χειλιών του και ο ρεαλισμός ατόφιος στην ένωση των δύο σωμάτων, και όλα αυτά με μουσική υπόκρουση τις κραυγές του πλήθους. Το διήγημα αυτό αφορά μια βραδιά ποδοσφαιρικού αλλά και ερωτικού θριάμβου, μέσα από την εξιστόρηση ενός classified γεγονότος. Είναι όντως classified;

«Δέκα χρόνια ανεμελιάς». Το βάρος της έκθεσής του μέσω των βιβλίων του κυνηγά συνεχώς έναν συγγραφέα. Σ’ αυτό το άγχος βρίσκεται και ο ήρωας αυτού του διηγήματος, ο οποίος προσπαθεί να πάρει πίσω όλα τα αντίτυπα μιας ποιητικής του συλλογής. Μέχρι και στο άλλο ημισφαίριο έφτασε, την Αυστραλία, για να βρει τον αναγνώστη που σε κάποιον φίλο του την είχε εκθειάσει. Έφτασε στη Μελβούρνη, γέμισε αφίσες την πόλη για παρουσίαση βιβλίου του, αλλά αυτός δεν φάνηκε. Στο μυαλό του όμως ήρθε μια απλή λαϊκή συμβουλή ενός εργάτη. Τον ανακούφισε. Πήρε το άγχος από επάνω του... Ο Σωτήρης Δημητρίου μεταφέρει όλο το άγχος και την προσπάθεια ενός συγγραφέα να εξαφανίσει από την κυκλοφορία κάτι που πλέον δεν εκφράζει τη γραφή του. Την εξέλιξή του. Μέσα από δαιδαλώδεις σκέψεις και προσπάθειες, με το άγχος και τον φόβο να ξεχειλίζουν στις αράδες του –τρέχει μαζί του και ο αναγνώστης–, ενώ ένα χαμόγελο ανακούφισης εμφανίζεται στο πρόσωπο συγγραφέα και αναγνώστη, όταν ένας εργάτης τού δίνει μια συμβουλή και σαν από μηχανής θεός φέρνει τη λύση. Την ανακούφιση. Τι χιούμορ! Αυτή είναι η μοίρα των συγγραφέων. Να τους κυνηγούν οι σελίδες και οι ήρωές τους. Μήπως αυτή η ποιητική συλλογή είναι αυτή που τόσο πολύ κι εγώ ψάχνω;

«Άττικα». Ο ήρωας, με μέτρο και ευπρέπεια να χαρακτηρίζει τις αποστάσεις και τη συμπεριφορά του με τους γύρω, αισθανόταν και ήταν πάντα προστατευμένος. Μόνο στο ποδόσφαιρο, που παρακολουθούσε ανελλιπώς, άφηνε τον εαυτό του να εκφράζεται και να φέρεται όπως όλοι γύρω του. Προόδευσε στη ζωή του, παντρεύτηκε, έκανε δικό του σπίτι και το πρώτο που εγκατέστησε ήταν μια δορυφορική κεραία για να βλέπει τους αγώνες. Τότε τσαλάκωνε τον ατσαλάκωτο εαυτό του, τότε γινόταν όπως όλοι. Ωστόσο, οι κραυγές του ενόχλησαν τους γείτονες και, θέλοντας και πάλι να προστατεύει τον εαυτό του, έβαλε ισχυρή μόνωση στη σοφίτα, μετέφερε την τηλεόραση εκεί και έχτισε και πάλι ένα τείχος ασφαλείας γύρω του. Και δεν έκανε μόνο αυτό – μόλις τελείωνε ο αγώνας, με την έξαψη ακόμη στο πρόσωπό του, έπαιζε ένα κολάζ από κομμάτια ταινιών που του άρεσαν πολύ και αυτόματα γινόταν ο εκάστοτε πρωταγωνιστής. Ο εαυτός του δεν ήθελε να είναι…

Ο Σωτήρης Δημητρίου με έμπνευση και ευφυΐα δημιουργεί αυτόν τον ήρωα για να μας μιλήσει για μια ακόμη φορά για τα κοινωνικά ευπρεπή περιθώρια που φυλακίζουν το είναι μας. Τον πραγματικό μας εαυτό. Είναι μεγάλη ανάγκη του ανθρώπου να είναι ίδιος με τους άλλους. Ν’ ανήκει στο σύνολο, και γι’ αυτό μερικές φορές δραπετεύει από την εικόνα του. Αυτήν που έχει για τους άλλους. Τι σχέση έχει άραγε με το παραπάνω διήγημα, «Περί της ομοιότητας»; Θα μπορούσε να πει κανείς πως ίσως και αυτό είναι μια άλλη εκδοχή του.

«Ελλιπή στοιχεία». Η ιστορία μοιάζει σαν συνέχεια των χωροταξικών του παρατηρήσεων στα παγκάκια της Αθανασίου Διάκου και Συγγρού στο διήγημα «Περί της ομοιότητας». Μια γερόντισσα καθισμένη στο παγκάκι περιμένει το λεωφορείο. Μονολογεί συνεχώς, κοιτώντας εμπρός με βλέμμα απλανές. Μια νεαρή τής πιάνει τη συζήτηση. Ανεβαίνουν στο λεωφορείο, κάθονται μαζί και συνομιλούν συνεχώς. Ο ίδιος, καθισμένος πιο πίσω και με τον διάδρομο του λεωφορείου γεμάτο, δεν μπορεί να μετακινηθεί και να τ’ ακούει όλα. Έχει ελλιπή στοιχεία από τη συζήτηση αυτή. Η γερόντισσα γίνεται στα μάτια και στο μυαλό του η ηρωίδα ενός διηγήματος που μόλις γεννήθηκε. Τα στοιχεία, που παρέμειναν στο τόσο εξασκημένο σαν μπλοκάκι μυαλό του να κρατά σημειώσεις, είναι ελλιπή. Ξέρει πως κάποια ξέχασε. Αυτά θα τα πλάσει μόνος του. Θα συμπληρώσει τη μοναξιά και τους πόνους της χαρίζοντάς της μια άλλη ζωή, αυτήν της γραφής του. Τη γερόντισσα, από μια αφήγησή της στη νεαρή, την καταχώρισε στο μυαλό του ως «τα μάταια του Χριστού». Έτσι τη μάθαμε και εμείς. Έτσι θα μείνει για πάντα στις σελίδες του.

Ο Σωτήρης Δημητρίου, με τη μέχρι τώρα επιτυχή συγγραφική πορεία του, θεωρείται η συνέχεια της κλασικής μας λογοτεχνίας. Στα βιβλία του περιγράφει τη ζωή μ’ ένα μείγμα ποίησης και ρεαλισμού. Οι ήρωές του, στην πλειονότητά τους ηττημένοι της ζωής, έχουν συνέχεια στην αφήγησή του. Μεταπηδούν από διήγημα σε διήγημα, συμπληρώνοντας τη ζωή τους με το βλέμμα του συγγραφέα συνεχώς επάνω τους. Παρατηρώντας τους στέκει αντιμέτωπος με τη ζωή μεταφέροντας το χάος, το απρόσωπο, τη μοναξιά και την απελπισία απομονωμένων και περιθωριοποιημένων ηρώων, που γίνονται η δική του συντροφιά σε δρόμους της Αθήνας, στάσεις, λεωφορεία, παγκάκια και παραλίες. Αυτό το μοναχικό περιγράφει στα βιβλία του και, αγγίζοντας για λίγο τα πάθη τους, τον συγκινούν, τον εμπνέουν και τους χαρίζει μια ξεχωριστή θέση στις σελίδες του.

Στην αφήγησή του υποχωρεί και με λεπτότητα αφήνει τις λέξεις γυμνές να δείχνουν τη δύναμή τους. Γίνεται λιτός και με οικονομία λόγου τις αφήνει σαν καλοζυγισμένες σφαίρες να στοχεύουν το μυαλό και την καρδιά του αναγνώστη, παράγοντας συναισθήματα. Ο πόνος για τον άνθρωπο κυριαρχεί στις αφηγήσεις του. Ένας πόνος ανάμεικτος με αγάπη για όλα αυτά που τον κατακρεουργούν στο πέρασμα της ζωής του. Μοιάζουν οι ήρωές του να είναι τα τραγικά θύματα του εαυτού τους. Μέλη της οικογένειας εμφανίζονται στις σελίδες του κακοποιητικά, νικημένα από το σωματικό τους ένστικτο, ή σαν εφιαλτικά φαντάσματα να καταδιώκουν τα παιδιά τους και μετά θάνατον. Με ρεαλισμό δείχνει το βάθος της ανθρώπινης ψυχής, αλλά και το ζωώδες που κρύβει μέσα της. Ενώ ο θάνατος παραμονεύει παντού, γλιστρώντας και στα όνειρά τους. Θάνατος και έρωτας, σαν πάθη που οδηγούν στην ίδια, αλλά στιγμιαία θανατική απώλεια, σκάβουν τις ψυχές τους. Κι ο ίδιος από ψηλά τους παρατηρεί και τους ζωντανεύει στις αράδες του σαν έναν κόσμο πόνου και δυστυχίας. Άραγε, έτσι βλέπει τη ζωή γύρω του; Δεν υπάρχει χαρά;

Ωστόσο, όλα τον εμπνέουν. Όλα όσα η βιασύνη των άλλων γύρω τούς κάνει να μην τα παρατηρούν. Να τα χάνουν. Οξυδερκής, παρατηρητικός και γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, αποκωδικοποιεί τις συμπεριφορές τους. Έτσι, τους γνωρίζει πιο πολύ, τους πλησιάζει, τους αγαπά και τους χαρίζει μια άλλη ζωή. Τους χαρίζει την αθανασία στις σελίδες του.

Με το βιβλίο Τα όνειρα μού δέλουν  ολοκληρώνω τον πρώτο κύκλο των κριτικών κειμένων μου για το πεζογραφικό έργο του Σωτήρη Δημητρίου. Το εξώφυλλο του βιβλίου βασίστηκε στο έργο του Εδουάρδου Σακαγιάν, Θεατές μιας παγίδας (2006). Πόσο αντιπροσωπευτικός ο πίνακας και ο τίτλος του με το συγγραφικό έργο του Σωτήρη Δημητρίου! Οι ήρωές του, τους οποίους συναντήσαμε στις σελίδες του, όπως και εμείς, είμαστε το ίδιο. Θεατές μιας παγίδας. Θεατές της ζωής.

Ο Σωτήρης Δημητρίου συνεχίζει τη συγγραφική του πορεία με το βιβλίο Μια Μαρίνα Τζάφου (Ιούλιος 2023, Εκδόσεις Πατάκη). Αυτό θα είναι και η αρχή του δεύτερου κύκλου της μελέτης μου πάνω στο έργο του.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η ελληνική γλώσσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ο ρόλος της εκπαίδευσης» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη

Παγκοσμιοποίηση και κριτική σκέψη Η παγκοσμιοποίηση (αγγλ. globalization, νεολογισμός του 1961, γαλλ. globalisation, 1968) ως όρος της πολιτικής αναφέρεται στο πολυδιάστατο σύνολο κοινωνικών διεργασιών μέσω των οποίων...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Για “Τα γενέθλια” της Ζωρζ Σαρή: Μικρή βιωματική ανάγνωση» της Εριφύλης Μαρωνίτη

Αν ζούσε εκείνος –ο νονός, ο μπαμπάς– θα έκλεινε φέτος τον Απρίλη τα 95. Η Άννα, η βαφτισιμιά, θα γινόταν 65. Στη ζωή και στο βιβλίο. Το νήμα, ωστόσο, των κοινών γενεθλίων στις 22 Απριλίου των...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η “εφαρμοσμένη” διαλεκτική επιστήμης και “ποίησης” στο έργο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.