fbpx
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: «Με λένε Εύα»

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη: «Με λένε Εύα»

«Στην Άνθρωπο» αφιερώνεται η νέα ποιητική συλλογή της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη με τον σημαίνοντα τίτλο Με λένε Εύα και την προμετωπίδα από τον Ηράκλειτο: «Ερεύνησα τον εαυτό μου». Μας προσανατολίζει σε μια βαθιά ανθρωπιστική και ενδοσκοπική συλλογή, που έχει ως εστίαση τη γυναικεία φύση και τον ρόλο της στη διαμόρφωση του ανθρώπινου πολιτισμού. Στον τίτλο, το τονισμένο όνομα «Εύα» παραπέμπει στο θήλυ των Πρωτοπλάστων, στη γυναίκα που δημιούργησε με τον Αδάμ το γένος των ανθρώπων.

Η συλλογή ανοίγει και κλείνει με ένα εικονοποίημα, όπου οι στίχοι είναι γραμμένοι σε ωοειδές σχήμα, μια οπτική εικόνα που αποδίδει υπόρρητα το νόημα του ποιήματος. Τόσο το εναρκτήριο όσο και το καταληκτικό σχηματικό ποίημα περιέχουν τους ίδιους στίχους με αντεστραμμένη διάταξη. Το ωοειδές σχήμα παραπέμπει στο αυγό, το αρχετυπικό σύμβολο της δημιουργίας του κόσμου, το οποίο απαντάται σε όλους τους ανατολικούς μύθους ή ίσως συμβολίζει και το κοσμικό ωόν των Ορφικών, που ξεπήδησε από το έρεβος και γέννησε τον Έρωτα, τη γενεσιουργό αιτία του κόσμου. Μπορεί όμως να απεικονίζει και το ωάριο που, γονιμοποιημένο, διαιωνίζει τη ζωή από την πρώτη έκρηξη του σύμπαντος και τη δημιουργία του γαλαξία ως σήμερα, όπως υποδεικνύουν οι στίχοι: διαχέομαι άχνα αχνή στον χωροχρόνο/ πνοή αστεριών αστείρευτη/ γαλάζιο απαύγασμα/ γαλαξία. Το ωοειδές σχήμα, άλλωστε, πλησιάζει προς τον αέναο κύκλο της ζωής, την αρχή και το τέλος του ανθρώπινου βίου, όπως φαίνεται και από τους στίχους τι είμαι/ αέναος κύκλος/ ωοειδές κάτι ή τίποτα, με τους οποίους αρχίζει ή κλείνει το ωοειδές ποίημα. Χαρακτηριστικά των δύο σχηματικών ποιημάτων είναι η αστιξία, η εμφατική χρήση του α’ προσώπου (είμαι, έρχομαι, σπάω, πλέκω, ανασύρω, αναβλύζω κ.ά.) και οι πολλές παρηχήσεις, ιδίως του ρ (λ.χ. ανασύρω από τις ρωγμές πετρωμένες πυγολαμπίδες/ αρδεύω άνυδρες στέπες σκορπίζομαι αφρός ευφορίας κ.ά.).

Αλλά και σε όλη τη συλλογή δεσπόζει το θηλυκό στοιχείο, η γονιμοποιητική δύναμη της Γυναίκας, του γυναικείου σώματος, αλλά και οι αντίρροπες δυνάμεις του σκότους και του κακού που προήλθαν από την πρωτόπλαστη Εύα. Στο ποίημα «Γαία» είναι σαφής η συμβολοποίηση της κοσμογονικής θεότητας, της Γαίας, ως της αιώνιας Γυναίκας που με γόους γεννά τη ζωή και η οποία αναδεικνύεται με την καταιγιστική χρήση του γ: Γαία / γυναίκα γόνιμη / γαζέλα / γονατίζει / γλώσσα γλυφή / γλείφει / γυροφέρνουν γαμέτες / γνέφουν γαλήνια / γοά / γόοι γέννας // γένεση // γέννηση.

Στη συλλογή προβάλλονται και όλες οι μυθοποιημένες μορφές που παρήγαγαν τα δεινά της ανθρωπότητας από τους Πρωτόπλαστους και μετά. Όλες αυτές οι μορφές, σαν να κάθονται στον καναπέ του ψυχαναλυτή, μιλούν για όσα έκαναν, μοιράζονται τις ενοχές τους, τους πόνους και την οργή τους. Πρώτη στον «καναπέ» είναι η Εύα, η οποία στο ομώνυμο ποίημα «με λένε Εύα» ανατρέπει την ορθόδοξη άποψη ότι σ’ αυτήν οφείλεται η πτώση του ανθρώπου επειδή ξεγελάστηκε από τον όφι και έφαγε το μήλο. Αυτό το έφαγε ο Αδάμ κι εκείνη το κεφάλι του όφι κι ακολούθησαν όλα τα κακά, επινοήθηκαν σπουδαίες έννοιες/ μίασμα ύβρις δολιότητα εκδίωξη, χάθηκαν τα άδολα εκμαγεία και δημιουργήθηκαν ο Άβελ, ο Κάιν, οι θεοί και τα δαιμόνια. Με ειρωνεία η Εύα αναρωτιέται πώς θα αντέχονταν, αλλιώς τέτοια ανία τέτοια τελείωση, αν δεν υπήρχε και το κακό και πάνω απ’ όλα ο έρωτας, το πιο σπουδαίο […] όταν μετουσιώνεται η στιγμή σε αιωνόβιο δέντρο και τότε αφοσιωμένη τής υποκλίνομαι/ γίνομαι φτερό Ίκαρου λιώνω στο στέρνο του άνδρα.

Στον μονόλογό του ο Αδάμ παραδέχεται πως «οικειοποιήθηκε το Πνεύμα», «επινόησε αλέτρι τροχό το μανιτάρι στη Χιροσίμα», γιατί δεν μπόρεσε να αποτινάξει τον Κάιν που τον ωθούσε στο κακό και δημιούργησε έτσι έναν ολέθριο πατριαρχικό πολιτισμό που τον τρομάζει και τον εκμηδενίζει, γι’ αυτό και αναζητά το πρόσωπό του, γιατί νιώθει πως είναι ο «Κανένας». Από την άλλη, η κινητήρια δύναμη του έρωτα, η επιθυμία, η «Λίλιθ η όφις η Λιβιδώ», η απωθημένη επιθυμία το μήλο και το δέντρο, «ανέραστη γερνάει από ανία», ενώ φλέγεται «να ξαναγεννηθεί ολόκληρη», να πάρει τον Αδάμ μακριά από το cybersex και να τρέξουν στον γιαλό, όπως στην αρχή των πραγμάτων. Σειρά στην εκμυστήρευση έχει ο Κάιν, ο οποίος στον καταιγιστικό του μονόλογο εκφράζει την οργή του προς Αυτόν που του φόρτωσε όλο το βαρύ φορτίο της κακότητας. Αντίθετα, η Αφροδίτη του Χόλε Φελς, το αγαλματίδιο που βρέθηκε στο σπήλαιο Χόλε Φελς το 2008, το αρχαιότερο ομοίωμα ανθρώπου που χρονολογείται 35.000 χρόνια πριν, καυχιέται πως είναι η αρχέγονη μήτρα, το άχρονο σύμπαν το χάος και η ρωγμή του, η γη κι ο ουρανός το αδιαίρετο Όλο, η Άνθρωπος. Η Αφροδίτη συμβολίζει τον έρωτα, το άπαν, το έσχατο μυστήριο, το ανερμήνευτο θαύμα. Υπάρχει, όμως, και ο «ιερός φαλλός», το ΧΥ η αρχετυπική ιερότητα που δημιούργησε υπεράνθρωπους, άπληστους πλανητάρχες, Νάρκισσους, τον Ούτιν, που αποτελεί τον «Άλλο», την επινόηση του νέου Ανθρώπου. Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε ο πολιτισμός, το πρώτο θαύμα/ το φως […] η πρώτη έκλαμψη και το πρώτο ποίημα που άρθρωσε η άνθρωπος/ ήταν η λέξη μάμα […] μάμα μαμά («Φωνή ΙΙ»).

Απεικονίζει ποιητικά έναν κόσμο που καταρρέει, έναν διεφθαρμένο πολιτισμό που κυριαρχείται από το κακό, καθώς και την αιώνια πάλη άνδρα και γυναίκας, που γονιμοποιείται δημιουργικά από το μέγα καλό, τον Έρωτα.

Με αλληγορικές αναφορές στον Όμηρο και την αρχαία τραγωδία και μυθολογία (τη Μήδεια, τον Οιδίποδα, την Περσεφόνη, την Αριάδνη, τη Λυσιστράτη), η ποιήτρια διεξέρχεται στη συλλογή λυρικά τη σύλληψη και τη δημιουργία της Ποίησης, από το πρώτο σπέρμα ως τη δημιουργία του ποιήματος, όπως αναδύεται από τη μήτρα της μάνας και σαν την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι. Η γέννηση είναι οδυνηρή και το αποκύημα μπορεί να αρέσκεται σε εκτροπές του ορθού, αλλά ποιος μπορεί ν’ αμπαρώσει τις ηλιαχτίδες («φωνή ΙΙΙ»).

Η καταβύθιση στα έγκατα του ποιητικού είναι συντελείται σε μια μοναχική διαδικασία, σαν ένας μετασχηματισμός σε εικασία, ένας μετεωρισμός στην άβυσσο: δύτης δίχως σκάφανδρο τσακίζομαι σε υφάλους/ συλλέγω κοράλλια στο ποίημα/ οι πεταλούδες στο δέρμα μου/ ξεπηδούν κάτω απ’ το ράσο («Μετασχηματισμός εικασία»). Η ποιήτρια αφηγείται αλληγορικά ως Εύα την ιστορία του κόσμου, χωρίς να συγκαλύπτει τις «αμαρτίες», αν και οι λέξεις της είναι κόμπος στον λαιμό/ η ομορφιά ξεθωριασμένος ιριδισμός («γίνομαι Θεία Κωμωδία»).

Σε μια εποχή που η ανθρωπότητα μαστίζεται για μια ακόμη φορά από πολέμους, μισαλλοδοξίες, μαζικούς διωγμούς, ενώ ο ουμανισμός πνέει τα λοίσθια, η ποίηση της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη αποκτά ιδιαίτερη αξία αποκαλύπτοντας υπαινικτικά και με δυναμικούς στίχους, καψαλισμένους στη φωτιά της καρδιάς της, τους σύγχρονους αιματηρούς λαβυρίνθους, τους φανατισμούς και τις αυτοπυρπολήσεις για τις ιδέες. Και η ποιήτρια αναρωτιέται: με τρώει δισεπίλυτο δίλημμα […] να ζεις τη ζωή ή τον θάνατο/ να πεθαίνεις για την ιδέα ή να τη ζεις («η ιδιότυπη μοναξιά Τζορντάνο Μπρούνο»). Μέσα της γαντζώθηκε ένας σκορπιός (αντιφώνηση ΙΙΙ) που ροκανίζει απωθημένους πόθους, απομυζά χυμούς, ακονίζει τις δαγκάνες του σε περιόδους ηρεμίας. Ένα κεντρί που της χαρίζει οίστρο, δημιουργία και που δεν αφήνει το ποιητικό ένστικτο να καταλαγιάσει σ’ αυτόν τον κόσμο, στον οποίο το παράλογο έχει καταλάβει τη θέση της λογικής κι ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος («φωνή IV»). Η ποίηση είναι ο μίτος για να βρει τον δρόμο έξω από τον σκοτεινό λαβύρινθο: υφαίνω και ξεϋφαίνω Πηνελόπη/ ανέραστη/ Έμιλι αποζητώ την έκσταση στις λέξεις/ έγκλειστη// κρυώνω δεν αντέχεται πλέον ο νόστος της άνοιξης («αιώνες τώρα Αριάγνη ψάχνω τον μίτο»)

Η Εύα, σύμβολο του κακού, απαρχή των δεινών του ανθρώπου, μεταμορφώνεται στην ποιητική συλλογή σ’ έναν «δύστηνο άγγελο» («Angelus Novus»), μια «κουρασμένη Καρυάτιδα», μια εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, που σηκώνει τα κρίματα του κόσμου χωρίς να φταίει, αφού υπήρξε κι αυτή θύμα του ανδροειδούς πολιτισμού, ένας Σίσυφος που βαρέθηκε να ανεβοκατεβαίνει («Σίσυφος»), ανδρόγυνος πλέον δίχως έμφυλα προσωπεία («ανδρόγυνος»).

Η συλλογή κλείνει με και τον στίχο τι είμαι στο ακροτελεύτιο καλλιγράφημα, σηματοδοτώντας τη διηνεκή υπαρξιακή αναζήτηση, τον μίτο της ταυτότητας όχι μόνο «της ανθρώπου» αλλά και όσων προήλθαν από τη μήτρα της. Με λόγο δυναμικό και εικονοποιητικό, με ύφος ελεγειακό και με πυκνό στοχασμό, με Φωνές και Αντιφωνήσεις, η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη απεικονίζει ποιητικά έναν κόσμο που καταρρέει, έναν διεφθαρμένο πολιτισμό που κυριαρχείται από το κακό, καθώς και την αιώνια πάλη άνδρα και γυναίκας, που γονιμοποιείται δημιουργικά από το μέγα καλό, τον Έρωτα, και ο οποίος με τη σειρά του γονιμοποιεί την Ποίηση, το πραγματικό θείο δώρο.

 

Με λένε Εύα
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
Μανδραγόρας
σ. 64
ISBN: 978-960-592-170-5
Τιμή: 10,60€
001 patakis eshop

Η Αγάθη Γεωργιάδου είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.
Άλλα κείμενα:

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Στάθης Κουτσούνης: «Ρόδο σε καθρέφτη»

Το πρώτο πράγμα (ανάμεσα σε πολλά άλλα) που συναντά κανείς στη δημιουργική φιλοσοφία των ποιητικών πονημάτων του ώριμου πια Στάθη Κουτσούνη είναι η ερωτική διάθεση, η οποία, διάχυτη παντού, σκεπάζει με τρόπο θα...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.