fbpx
Annie Ernaux: «Η ντροπή»

Annie Ernaux: «Η ντροπή»

Τι θυμόμαστε από το παρελθόν και τα παιδικά μας χρόνια; Ποιες αναμνήσεις μάς γεμίζουν με νοσταλγία, ποιες με αδιόρατη μελαγχολία και ποιες μας κάνουν να κοκκινίζουμε από ντροπή; Υπάρχει, άραγε, αληθινή μνήμη του εαυτού μας ή δεν υπάρχει, όπως διατείνεται η Γαλλίδα νομπελίστρια (2022) Ανί Ερνό στο βιβλίο της με τον μονολεκτικό, κατά την προσφιλή συνήθειά της, τίτλο Ντροπή;

Με επίκεντρο μια ντροπιαστική ανάμνηση η Ανί Ερνό, σε ένα ακόμα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της, υφαίνει την ιστορία του βιβλίου της συλλέγοντας μνήμες από τη χρονιά 1952, κατά την οποία ένα τραυματικό γεγονός τη στιγμάτισε για πάντα, προσφέροντας, παράλληλα, στον αναγνώστη της κι ένα κοινωνιολογικό πορτρέτο της μεταπολεμικής επαρχιακής κοινωνίας της Γαλλίας της δεκαετίας του ’50.

Η αφηγήτρια ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων και των σκέψεών της από την οπτική γωνία της ενήλικης ζωής, συγκεκριμένα από το 1996, σχετικά με το περιστατικό που διαμόρφωσε τον μετέπειτα ψυχισμό της, αφού σε ηλικία 12 ετών έγινε μάρτυρας ενδοοικογενειακής βίας όταν ο πατέρας της, σε μια έκρηξη θυμού μια Κυριακή του Ιουνίου, απείλησε τη ζωή της μητέρας της έπειτα από έναν καβγά. Μια εικόνα που «πάγωσε μέσα της» και έχτισε έναν διαχωριστικό τοίχο μεταξύ του «πριν» και του «μετά». Μια τραυματική εμπειρία για την αθώα ψυχή ενός κοριτσιού από έναν άνθρωπο που λάτρευε, η οποία άφησε μέσα της μια διαρκή αγωνία μήπως το συμβάν επαναληφθεί.

Με τα μάτια της ωριμότητας η αφηγήτρια αναψηλαφεί το παρελθόν συγκεντρώνοντας με κόπο τις μνήμες εκείνης της εποχής μέσα από φωτογραφίες, καρτ ποστάλ και εφημερίδες, σε μια επίμονη προσπάθεια να ανασυγκροτήσει το τραυματικό εκείνο καλοκαίρι που γκρέμισε την παιδικότητά της. Η μνήμη της κινητοποιείται από δύο φωτογραφίες που έχει στα χέρια της, μία ασπρόμαυρη με ημερομηνία 5 Ιουνίου 1952 με το φόρεμα της πρώτης μετάληψής της, κατσαρωμένα μαλλιά και γυαλιά με χοντρό σκελετό, και η άλλη στο θέρετρο Μπιατρίς, στο ταξίδι που έκανε με τον πατέρα της στη Λούρδη τον Αύγουστο του 1952, στην οποία φοράει τη λευκή στολή της γιορτής της Χριστιανικής Νεολαίας και ο πατέρας της βαθύχρωμο σακάκι. Τρεις μήνες απέχουν μεταξύ τους, κι όμως για την αφηγήτρια η πρώτη σηματοδοτεί το τέλος της παιδικής της ηλικίας και η δεύτερη την εποχή της ντροπής.

Με συνεχή φλας μπακ και κυκλική αφήγηση η συγγραφέας πετυχαίνει να ανασυνθέσει ένα μεγάλο μέρος του ψηφιδωτού: αρχίζει in medias res με το επεισόδιο της «ντροπής» και, στη συνέχεια, αναπτύσσει σε ομόκεντρους κύκλους την οικογενειακή της κατάσταση και όλη την εικόνα της ψυχροπολεμικής επαρχιώτικης κοινωνίας του ’50 με τους αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς που επέβαλλε ο ρωμαιοκαθολικισμός στη ζωή παιδιών και ενηλίκων, συνθλίβοντας έτσι τον ατομικισμό και τη σεξουαλικότητά τους, καθώς και την όλη  ατμόσφαιρα οικονομικής λιτότητας της εποχής με τους πολέμους στην Ινδοκίνα και την Κορέα. Η συγγραφέας προσπαθεί να κατανοήσει τη δεκαετία του ’50 συγκρίνοντάς τη διαρκώς με του ’90, ώστε να μπορέσει να διεισδύσει στο μυαλό και το σώμα του κοριτσιού που ήταν τότε. Καταλήγει όμως πως:

η γυναίκα του ’95 δεν μπορεί ποτέ να ξαναγίνει το κορίτσι του ’52, το οποίο δεν ήξερε τίποτα πέρα από τη μικρή του πόλη, την οικογένειά του, το ιδιωτικό σχολείο του, και είχε περιορισμένο λεξιλόγιο στη διάθεσή του. Και μπροστά του την απεραντοσύνη του χρόνου για να ζήσει. Δεν υπάρχει αληθινή μνήμη του εαυτού μας. (σελ. 33)

Για να προσεγγίσει μάλιστα την πραγματικότητα της σημαδιακής εκείνης χρονιάς, διερευνά «τους κανόνες και τις τελετουργίες, τις δοξασίες και τις αξίες που όριζαν τους κύκλους στους οποίους ήμουν εγκλωβισμένη –σχολείο, οικογένεια, επαρχία– και που κατεύθυναν, χωρίς να διακρίνω τις αντιφάσεις τους, τη ζωή μου» (σελ. 33), τα διαβάσματά της (τα μυθιστορήματα και τη Σύνοψη) και τον γενέθλιο τόπο της, το «Ι.» (Ιβτό), μια λωρίδα γης μεταξύ Χάβρης και Ρουέν όπου μεγάλωσε, μια πόλη των επτά χιλιάδων κατοίκων, τους δρόμους που περπατούσε ως παιδί, τη γειτονιά της, το σπίτι και το μαγαζί των γονιών της, ένα παντοπωλείο, ψιλικατζίδικο και καφενείο μαζί, με το αποχωρητήριο έξω από το σπίτι.

Έχει χαρακτήρα εξομολογητικό, χωρίς ωστόσο να φτάνει στη δραματοποίηση καταστάσεων και χωρίς γλωσσική επιτήδευση, αλλά με λόγο συναισθηματικά αποστασιοποιημένο και ρεαλιστικό.

Με ανάμεικτη ειρωνεία και χιούμορ και με οξεία στοχαστική και διεισδυτική ματιά, η Ερνό αναπαριστά ρεαλιστικά τον τρόπο ζωής της οικογένειάς της και παράλληλα όλο το μωσαϊκό της κλειστής κοινωνίας, την ιδιότυπη ντοπιολαλιά των ανθρώπων της, τις συμβάσεις της καθημερινότητας, τις τυπολατρικές συμπεριφορές, τις καθιερωμένες συνήθειες, «τους κώδικες και τους κανόνες του κόσμου της» με τα πολλά «να…», όπου τίποτα δεν έμενε κρυφό ή ασχολίαστο κι όλοι κρίνονταν καθημερινά ανάλογα με το αν κρατούσαν τους κανόνες καθωσπρεπισμού και φορούσαν προσωπεία αρεστά στη μικρή κοινότητα: «“Να είσαι όπως όλος ο κόσμος” ήταν η φιλοδοξία των ανθρώπων, το ιδανικό που έπρεπε να φτάσουν» (σελ. 61).

Με θραύσματα αφήγησης και αναμνήσεων από το συντηρητικό ιδιωτικό καθολικό σχολείο όπου φοιτούσε και με αριστοτεχνικό τρόπο η συγγραφέας «ανασυνθέτει το σύμπαν» του σχολείου, ένα σχολείο στο οποίο «η εκπαίδευση και η θρησκεία ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένες, και στον χώρο και στον χρόνο» (σελ. 71), μια κλειστή ταξική κοινωνία κι ένας κόσμος αριστείας, που ισοπέδωνε κάθε ίχνος ατομικότητας.  

Σταδιακά, καθώς η αφήγηση ξετυλίγεται, το πέπλο της ντροπής σκεπάζει τα πάντα, αφού η ντροπή της εφηβείας της αφηγήτριας δεν αφορούσε μόνο το συγκεκριμένο παρ’ ολίγον τραγικό περιστατικό, αλλά και την όλη κατάσταση του σπιτιού και της οικογένειάς της, τις σχέσεις μεταξύ των γονιών της και τις μικρότητες της καθημερινότητάς τους, αφού η ντροπή τα τύλιγε όλα:

Στην ντροπή υπάρχει κι αυτό: η εντύπωση ότι τώρα μπορεί να σου συμβούν τα πάντα, ότι η ντροπή δεν θα σταματήσει ποτέ, ότι η ντροπή χρειάζεται ακόμα περισσότερη ντροπή. (σελ. 108-9)

Το αίσθημα της ντροπής «απολίθωνε τις εικόνες και τους αφαιρούσε κάθε νόημα» και σε όλο το ταξίδι στη Λούρδη, γιατί, κατά την αφηγήτρια, «ήταν φυσικό να νιώθω ντροπή: την έβλεπα σαν μια αναπόδραστη συμφορά που οφείλεται στο επάγγελμα των γονιών μου, στις οικονομικές τους δυσχέρειες, στο εργατικό παρελθόν τους, στη συμπεριφορά μας εν γένει. Στη σκηνή της Κυριακής του Ιουνίου. Η ντροπή έγινε τρόπος ζωής για μένα. Δεν νομίζω καν πως τη διέκρινα, βρισκόταν μες στο ίδιο μου το σώμα» (σελ. 126). Ωστόσο, μέσα από το φάσμα της ντροπής οικοδομήθηκε η ταυτότητά της ως γυναίκας και συγγραφέως.

Απλά και χωρίς εκζήτηση, η Ερνό καταστρώνει μια αφήγηση χωρίς πλοκή ή οριζόντια και κάθετη εξέλιξη, αλλά μια συνειρμική αφήγηση, που τη συνθέτουν οι εικόνες της μνήμης όπως τις ανασύρει από το βάθος του υποσυνειδήτου της, χωρίς αρχή, μέση ή τέλος. Η συγγραφέας, κατά τη συνήθη τακτική της, δεν αναλύει ούτε ερμηνεύει τα γεγονότα. Απλώς τα παραθέτει αφήνοντας τον αναγνώστη να εισχωρήσει στον ψυχισμό του δωδεκάχρονου κοριτσιού και να αισθανθεί τις επιπτώσεις όχι μόνο της συγκεκριμένης σκηνής του Ιουνίου, αλλά και της όλης άκαμπτης ατμόσφαιρας στην οποία μεγάλωσε. Η εξιστόρηση γίνεται σε α’ ρηματικό πρόσωπο και έχει χαρακτήρα εξομολογητικό, χωρίς ωστόσο να φτάνει στη δραματοποίηση καταστάσεων και χωρίς γλωσσική επιτήδευση, αλλά με λόγο συναισθηματικά αποστασιοποιημένο και ρεαλιστικό.

Με συνεχείς μεταβάσεις από το ατομικό βίωμα στο κοινωνικό και πάλι στο ατομικό, η Ερνό στην «απρόσωπη αυτοβιογραφία» της αναδεικνύει τη σημασία του παρελθόντος και των παιδικών εμπειριών μας στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας. Ταυτόχρονα, προβάλλει τη δημιουργική διάσταση που αποκτούν αυτές οι εμπειρίες όταν παίρνουν τον δρόμο της συγγραφής, υπογραμμίζοντας παράλληλα και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει μέσο απελευθέρωσής μας από τα φαντάσματα του παρελθόντος.

 

Η ντροπή
Annie Ernaux
μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη
Μεταίχμιο
σ. 136
ISBN: 978-618-03-3571-2
Τιμή: 12,20€
001 patakis eshop


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Όλγκα Τοκάρτσουκ: «Τα βιβλία του Ιακώβ»

Το τελευταίο βιβλίο της βραβευμένης με Νόμπελ Όλγκα Τοκάρτσουκ, τελείως διαφορετικό από τα προηγούμενά της, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λογοτεχνικός άθλος. Δεν είναι μόνο η έκταση, 848 σελίδες...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.