fbpx
Σπύρος Κιοσσές: «Τσιγάρο βαρ;»

Σπύρος Κιοσσές: «Τσιγάρο βαρ;»

Ανήκω σε μια γενιά που διδάχτηκε πως σε ένα λογοτεχνικό έργο ο κύριος φορέας του νοήματος είναι ο συγγραφέας. Μεγαλώνοντας, ανακαλύψαμε ότι ο συγγραφέας πέθανε και πως το πρόσωπο που γράφει δεν είναι παρά ένας απλός διαμεσολαβητής, ενώ ο αναγνώστης έχει τον πρώτο ρόλο στην ερμηνεία. Ωριμάζοντας, βιώνουμε την επιστροφή του συγγραφέα, που ξαναγεννιέται όχι με την έννοια την προγενέστερη, αλλά ως δρων πρόσωπο, που κάνει αισθητή την παρουσία του σε ενδοδιηγητικό επίπεδο, παρεμβαίνοντας στο κείμενό του και σχολιάζοντας τη γραφή του. Εμφανίζει, δηλαδή, όπως λέει η καθηγήτρια Αγγλικής λογοτεχνίας Πατρίσια Γουό (Patricia Waugh) «ακραία αυτοσυνειδησία για τη γλώσσα, τη λογοτεχνική μορφή και την πράξη της αφήγησης· μια διάχυτη ανασφάλεια για τη σχέση της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα· ένα παρωδικό, παιχνιδιάρικο, υπερβολικά ή παραπλανητικά απλό ύφος γραφής»[1].

Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις που μου δημιούργησε το νέο βιβλίο του λογοτέχνη και αναπληρωτή καθηγητή Θεωρίας της λογοτεχνίας και Δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, Σπύρου Κιοσσέ, ο οποίος, αφού μας δρόσισε με τα Πρωτοβρόχια του (Μεταίχμιο, 2022) επανέρχεται με τις ανοιξιάτικες βροχούλες με ανανεωμένη γραφή στη νέα συλλογή μικροδιηγημάτων του, με τον προκλητικό τίτλο Τσιγάρο βαρ; («Τσιγάρο υπάρχει;»). Επιλέγει και πάλι το είδος της μικρομυθοπλασίας, του μπονσάι, παρά τις δυσκολίες του, καθώς αυτό το είδος απαιτεί εξαιρετική δεξιοτεχνία από τον συγγραφέα, ώστε να καταφέρει να συμπυκνώσει μέσα σε ελάχιστες σελίδες, με λεκτική ακρίβεια και μ’ ένα λεπτό υπόστρωμα συμβολισμών και ποιητικών στοιχείων, τον πυρήνα μιας ιστορίας που διαθέτει συναισθηματικό βάθος και ανατρεπτική (συνήθως στο τέλος) αφήγηση.

Για να ξαναγυρίσω σε ό,τι έλεγα νωρίτερα, αυτό που είναι φρέσκο και πρωτότυπο στο βιβλίο είναι το γνώρισμα της αυτοσυνειδησίας του συγγραφέα, βασικό γνώρισμα της μεταμυθοπλασίας, δηλαδή της τάσης των λογοτεχνών να στρέφουν την προσοχή του αναγνώστη στη διαδικασία συγγραφής του έργου, ενσωματώνοντας τους στοχασμούς τους «μέσα στην πλέξη του κειμένου»[2]. Σύμφωνα με τις επιταγές της μεταμυθοπλασίας, το έργο τέχνης «μπορεί να αφορμάται από την ζωή, να δανείζεται την πρώτη ύλη από την πραγματικότητα», όπως λέει η Ελισάβετ Αρσενίου, «αλλά κυρίως να κατασκευάζεται με τη φαντασία και με πλήρη επίγνωση του κατασκευασμένου χαρακτήρα του (the text as an artifact)»[3]. Η τάση αυτή είναι αισθητή ήδη στο ομώνυμο διήγημα «Τσιγάρο βαρ;», όπου μια γριά γυναίκα με κίτρινο τσεμπέρι που μιλούσε σε γλώσσα μεικτή και ζητούσε τσιγάρο μετατρέπεται τελικά σε αφηγηματική ηρωίδα, σε μια Παλλάδα Αθηνά, παρά τις επιφυλάξεις του συγγραφέα:

Για πολλές μέρες μετά θα μ’ έτρωγε η εμφάνισή της, λες κι ήταν επιφάνεια ομηρικής θεάς. Σκέφτηκα ακόμα και να την κάνω χαρακτήρα σε ιστορία μου. Φιγούρα ανώνυμη, περαστική, σοφή, μα ολιγόλογη, πιο πολύ με τα χέρια να μιλά. Δεν έχω βρει όμως ακόμη μια αισθητή μετάπτωση που λένε ότι πρέπει να διαθέτει κάθε αξιόλογη αφήγηση. Μια κάποιου είδους μεταβολή. Πόσο ενδιαφέρον να έχει μια ιστορία στην οποία η ηρωίδα –ναι, ηρωίδα τη φανταζόμουν– περιφέρεται στους άδειους δρόμους, εγκλωβισμένη σε μια κατάσταση αρχική; Που στέκεται αγέρωχη, εμμονικά σχεδόν, βρέξει χιονίσει, τα μάτια λάμποντας;

Η όχι και τόσο αθώα αυτοσυνείδητη απορία του δημιουργού μού θύμισε μια ανάλογη αμηχανία του αφηγητή στο διήγημα του Στρατή Τσίρκα «Μνήμη», όταν οι φίλοι του του ζητούν να γράψει ένα διήγημα για τον απόντα φίλο τους τον Σάββα με υλικό κάποιες μνήμες τους: «Μα με τέτοια δε γίνεται διήγημα, δεν το καταλαβαίνεις; Αν έχεις να μου πεις τίποτα παράξενο, τίποτα έκτακτο που να έκανε...» λέει ο αφηγητής. Κι όμως το διήγημα γράφτηκε, όπως και του Κιοσσέ, με τη γυναίκα αυτή ν’ αποτελεί τελικά τη ραχοκοκαλιά του διηγήματος, ευεργετημένη με τα διακειμενικά μάτια της ομηρικής Αθηνάς στη μετάφραση του Μαρωνίτη («τα μάτια λάμποντας»).

Μεταμορφώνει απλές καθημερινές ιστορίες σε αφηγηματικό υλικό που συγκινεί, εντυπωσιάζει και στο τέλος ξαφνιάζει τον αναγνώστη.

Το χαρακτηριστικότερο μεταμυθοπλαστικό διήγημα της συλλογής είναι «Η συναυλία (του Ανδρέα)», όπου ο δημιουργός μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του για τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται να δομήσει το αφήγημά του: Εδώ και μέρες κρατάω σημειώσεις για μια μικρή ιστορία που θα γράψω. Σκέφτομαι να ξεκινήσω με μια πλαισίωση – εγώ στον υπολογιστή, το ραδιόφωνο ξεχασμένο στο Δεύτερο απ’ το πρωί, στο τασάκι ένα τσιγάρο σιγοκαίγεται μόνο του και ξάφνου ακούω ένα τραγούδι που μου φέρνει στο μυαλό το βασικό περιστατικό της πλοκής: την πρώτη συναυλία που παρακολούθησα. Στη συνέχεια προβληματίζεται για τη στιγμή της κορύφωσης: (Η ιστορία μου θα οδηγηθεί σταδιακά προς την, ας το πούμε, κορύφωση, τότε που φτάνει επιτέλους η μέρα, το απόγευμα δηλαδή, εγώ φοράω τα ρούχα που έχω επιλέξει με προσοχή απ’ την αρχή της εβδομάδας) και έπειτα την ενσωμάτωση μιας ανατροπής, τη στιγμή της αποκάλυψης για τον αναγνώστη και ταυτόχρονα της ανακάλυψης για τον αυτοδιηγητικό ήρωα, και καταλήγει στην αμηχανία του για το τέλος: Κι ενώ μοιάζει να είναι σχεδόν έτοιμη η ιστορία μου, σκαλώνω εδώ: Πώς ν’ αποδώσω μια τόση δα στιγμούλα.

Κύριο χαρακτηριστικό λοιπόν της συλλογής είναι η αυτοαναφορικότητα, που υλοποιείται μέσω σποραδικού αυτοβιογραφικού υλικού, αφού ο Κιοσσές αιχμαλωτίζει σε κάθε διήγημά του σποραδικά στιγμιότυπα, ψηφίδες-θραύσματα της μνήμης και των αναμνήσεών του από όλα τα στάδια της ζωής του, ιδίως από την εφηβεία και τα φοιτητικά του χρόνια, συνθέτοντας στο τέλος, ωστόσο, ολόκληρο τον καμβά της ζωής του.

Συνδετικός κρίκος όλων και κεντρικό μοτίβο της συλλογής είναι το τσιγάρο, στοιχείο που συνειδητοποιούμε ήδη από τον τίτλο του βιβλίου αλλά και από το μότο του, που προέρχεται από το ποίημα του Παντελή Μπουκάλα «Καπνός αι ημέραι μου» (Ρήματα, Άγρα, 2009). Το τσιγάρο επανέρχεται με κάθε ευκαιρία στα 48 διηγήματα της συλλογής, με τρόπο εμφανή ή ανεπαίσθητο, ως τσιγάρο, καπνός ή ακαπνία, ως ουσιαστικό ή δευτερεύον στοιχείο στον κορμό ή στο περιθώριο της αφήγησης, καίριο όμως στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας της ιστορίας. Κατάλοιπο μιας εποχής, αποτελεί στο βιβλίο σύμβολο μιας γενιάς που έπνιγε τον πόνο της με το ποτό και το τσιγάρο, άνδρες και γυναίκες, οι οποίες, μπορεί να κάπνιζαν σπανίως, αλλά από βάσανα είχαν χορτάσει. Πλήθος τυραννισμένες υπάρξεις αναδύονται από τις ιστορίες, γυναίκες στις οποίες η ζωή τούς στέρησε τη γλύκα της, αν και αυτές στράγγιζαν από τρυφερότητα και αυτοθυσία και γίνονταν χίλια κομμάτια, όσα και τα σπυριά του ρυζιού στο διήγημα «Το ρυζόγαλο».

Στην πλειονότητά τους οι αφηγήσεις είναι μονοεστιακές και πρωτοπρόσωπες, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί κανόνα, αφού σε μερικά διηγήματα υιοθετείται η παιδική οπτική γωνία ή η τριτοπρόσωπη αφήγηση. Όλες οι ιστορίες έχουν έντονο συναισθηματικό υπόβαθρο, που συχνά φτάνει σε υψηλό συγκινησιακό επίπεδο. Είναι ιστορίες που αφορούν όλους μας, γιατί όλο και κάποια πτυχή της δικής μας ζωής αγγίζουν.

Με συνδετικό, λοιπόν, νήμα το τσιγάρο και με ζωηρή λογοτεχνική φαντασία, ο Κιοσσές μεταμορφώνει απλές καθημερινές ιστορίες σε αφηγηματικό υλικό που συγκινεί, εντυπωσιάζει και στο τέλος ξαφνιάζει τον αναγνώστη. Η κλασική παιδεία του, διάχυτη σε όλο το βιβλίο, προσθέτει γλαφυρότητα και λυρικότητα στις περιγραφές του, όπως λ.χ. στην εικόνα της μητέρας του αφηγητή, που τινάζει με κόπανο-τρίαινα σαν Ποσειδώνας τα σεντόνια ξεσηκώνοντας τρικυμία, ώστε να συνάδει με τη ζωή της την αλίκτυπη.

Μαζί με τα υποκείμενα πρωταγωνιστούν στις ιστορίες του Κιοσσέ και τα αντικείμενα και μάλιστα τα χρηστικά, που αποκτούν ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος, εκπέμποντας μια ομορφιά ποιητική, σχεδόν μεταφυσική, που ανθρωποποιούνται, όπως η ταλαιπωρημένη κατσαρόλα στο διήγημα «Μαγειρέματα». Παράλληλα με τις μνήμες ανθρώπων που έφυγαν συνυπάρχουν και οι έρωτες που χάθηκαν, όπως στο αριστουργηματικό, τρυφερό, ποιητικό και ευαίσθητο διήγημα «Αγάπη σε πέντε καλοκαίρια», στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται σ’ έναν παιδικό έρωτα που δεν ευοδώθηκε, γιατί οι δρόμοι των ανθρώπων είναι συχνά ασύμβατοι. Ευφυές και εμπνευσμένο το εναπομείναν, ξεκρέμαστο ΑΝ του τατουάζ στον αφηγητή με το όνομα ΑΝΝΑ να θυμίζει πως ΑΝ οι δρόμοι τους δεν διχάζονταν, ίσως και να κολυμπούσε ακόμα στις πράσινες θάλασσες των ματιών της.

Προσαρμόζει μαστορικά το ύφος του ανάλογα με την ηλικία, την καταγωγή και τη μόρφωση των αφηγηματικών του προσώπων.

Ποιητικό αλλά όχι ερωτικό είναι και το διήγημα «Παραλλαγές σ’ ένα θέμα». Τρεις φωνές με τρεις οπτικές αφηγούνται μια πικρή ιστορία με επίκεντρο μία προσεκτικά απλωμένη σαν άδειο πουκάμισο μπουγάδα. Μιλούν η εγκαταλειμμένη από τον σύζυγο κόρη ύστερα από 15 θλιβερά χρόνια έγγαμου βίου, ο γιος που πλάθει ποιήματα για της μάνας τ’ απλωμένα κατάλευκα ρούχα τονίζοντας την άνευ όρων χρόνια υποταγή της στον ρόλο της νοικοκυράς και η μητέρα που λιώνει πικραμένη σαν το πράσινο σαπούνι με το οποίο έπλενε τα ρούχα όλων. Και σ’ αυτό το διήγημα, όπως και σε όλα τ’ άλλα, ο Κιοσσές προσαρμόζει μαστορικά το ύφος του ανάλογα με την ηλικία, την καταγωγή και τη μόρφωση των αφηγηματικών του προσώπων, όπως τον θαυμάσαμε στα Πρωτοβρόχια να αφηγείται με πειστικότητα στιγμές από τη ζωή ενός μικρού παιδιού.

Με οξεία παρατηρητικότητα και πικρό χιούμορ ο συγγραφέας, ξαναγυρνώντας συνεχώς στα παιδικά του χρόνια, ανασκαλεύει μνήμες, αισθήματα και χειρονομίες και θέτει ερωτήματα για τα όρια της ανθρώπινης ανοχής και ανεκτικότητας, για τις σχέσεις και την τύρβη του ανελέητου χρόνου που όλα τα σαρώνει και μόνο οι αναμνήσεις απομένουν, κι αυτές γλυκόπικρες. Αξιοθαύμαστες οι περιγραφές του, λεπταίσθητες, κεντημένες στο χέρι, λυρικές και ποιητικές, γεμίζουν τον αναγνώστη με φτερουγίσματα καλαισθησίας. Οι μορφές που περνούν από τις σελίδες του ανήκουν στο παρελθόν. Οικεία πρόσωπα που άφησαν τα σημάδια τους στη ζωή του, ο μπαμπάς, η μαμά, η γιαγιά, ο παππούς, ο γιος, μια θεία, ένας θείος, μια γειτόνισσα, αλλά και μια γάτα που τρώει τις κροκέτες του βουλιμικά αλλά απρόσιτα. Γλαφυρές αφηγήσεις για αντιζηλίες, ανέφικτα όνειρα και παιδικές ενοχές που αποδίδονται χωρίς εξωραϊσμό και χρυσόσκονη, αλλά με ρεαλισμό, ηπιότητα, καλοσύνη και βαθιά ανθρωπιά. Κάθε διήγημα μοιάζει με πεζόμορφο ποίημα. Άλλωστε, σε πολλά ο δημιουργός παρεμβάλλει στην αφήγησή του ένα ποίημα, «πετάει τις λέξεις» του σαν χαρταετούς.

Το βιβλίο τελειώνει με τον κυρ Αλέξανδρο, που στόλιζε το πέτο του μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και τον φίλευε ο πατέρας του αφηγητή τσιγάρα «αντινικότ». Ολοκληρώνοντάς το, αισθάνεσαι στον αέρα γύρω σου να σε τυλίγει το λεπτό άρωμα του κόκκινου τριαντάφυλλου, σταλάζοντας μέσα σου ένα αίσθημα ψυχικής γαλήνης, γιατί νιώθεις πως δεν είσαι μόνος στον κόσμο, αφού είναι κοινά τα πάθια και οι καημοί των ανθρώπων.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Patricia Waugh (1984), Metafiction. The Theory and Practice of Self-Conscious Fiction, Routledge, σ. 3
[2] Ελισάβετ Αρσενίου, https://www.avgi.gr/entheta/271525_i-metamythoplasia-os-kritiki-toy-metamonternismoy
[3] Ό.π.

 

Τσιγάρο βαρ;
Σπύρος Κιοσσές
Μεταίχμιο
σ. 160
ISBN: 978-618-03-3941-3
Τιμή: 12,20€
001 patakis eshop


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Κωνσταντίνος Λίχνος: «Ο βράχος του Σίσυφου»

Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν παγκόσμιοι μύθοι που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Ένας από τους πιο γνωστούς είναι ο βράχος του Σίσυφου. Ο μύθος, δηλαδή, που μιλάει για τον παμπόνηρο...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γρηγόριος Ξενόπουλος: «Πλούσιοι και φτωχοί», «Τίμιοι και άτιμοι», «Τυχεροί και άτυχοι»

Τρεις τόμοι, μια τριλογία με τρία πολύτιμα έργα, όπου ο μέγας κοινωνικός ανατόμος, ο Ζακυνθινός (γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη) Γρηγόριος Ξενόπουλος ζυγίζει τις κοινωνικές κατηγορίες που πάνω...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.