«Τα μάτια της Ντόρα Μάαρ» του Πέτρου Γκάτζια
Κατακαλόκαιρο. Ιούλιος του 1997. Μια γυναίκα πεθαίνει ολομόναχη στο Παρίσι και λίγοι φαίνεται να γνωρίζουν το παρελθόν της. Δέκα ημέρες αργότερα, η γαλλική εφημερίδα Le Monde κάνει μια πενιχρή αναφορά. Οι δημοσιογράφοι της εποχής δεν θεωρούσαν ότι η είδηση του θανάτου της αποτελούσε είδηση. Οι New York Times την αποκάλεσαν «μούσα του Πικάσο» και ο Independent σχολίασε πως υπήρξε η πιο σημαντική από τις ερωμένες του μεγάλου ζωγράφου. Κανείς τους δεν θυμόταν ότι η Ντόρα Μάαρ ήταν από τις σημαντικότερες φωτογράφους των σουρεαλιστών –μια από τις λίγες γυναίκες που στεκόταν επάξια σε αυτόν τον κύκλο– και πως ζωγράφιζε μέχρι τα βαθιά της γεράματα.
Είχε περάσει, τότε, μισός αιώνας από την ταραχώδη –όσο και επώδυνη για τη Μάαρ– δεκαετία του ’40. Μέσα σε αυτό το διάστημα, ο πατέρας της εγκατέλειψε το Παρίσι για την Αργεντινή, η μητέρα της πέθανε ξαφνικά, όπως και ένας πολύ καλός της φίλος. Τότε ήταν που τελείωσε και η σχέση της με τον Πικάσο, αρκετοί φίλοι της εξορίστηκαν και, ενώ προσπαθούσε να βρει το δικό της ύφος στη ζωγραφική, οι περισσότεροι εξακολουθούσαν να την αντιμετωπίζουν σαν άλλη μία από τις ερωμένες του.
Πριν από μερικά χρόνια, όμως, ήρθε ξανά στο προσκήνιο. Ένας Ολλανδός ντετέκτιβ ανακάλυψε το περίφημο πορτρέτο της Ντόρα Μάαρ, το οποίο είχε κλαπεί από το γιoτ ενός Σαουδάραβα κροίσου. Η αξία του υπερβαίνει τα 28 εκατομμύρια ευρώ. Ο συγκεκριμένος πίνακας βρισκόταν στο σπίτι του Πικάσο μέχρι που πέθανε, το 1973, ως ένας φόρος τιμής στη μούσα του. Πολλοί είχαν πιστέψει έκτοτε ότι το έργο είχε χαθεί για πάντα. Ο ντετέκτιβ εντόπισε την Ντόρα Μάαρ στην ολλανδική μαύρη αγορά, τυλιγμένη με ένα σεντόνι και μέσα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. «Κρέμασα τον Πικάσο για ένα βράδυ στον τοίχο του διαμερίσματός μου και ξαφνικά έγινε ένα από τα ακριβότερα σπίτια στο Άμστερνταμ», συνήθιζε να διηγείται αστειευόμενος.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πικάσο την πρωτοείδε μέσα σε ένα καφέ, φορώντας γάντια που κοκκίνιζαν στις άκρες, καθώς εκείνη κάρφωνε ένα μυτερό στιλέτο ανάμεσα στα δάχτυλά της και συχνά αστοχούσε. Ο ζωγράφος τα ζήτησε, τα πήρε και τα έβαλε σε μία κορνίζα. Έκτοτε παρέμεινε δίπλα του καταγράφοντας με τη φωτογραφική μηχανή της την εξέλιξη μιας μεγαλοφυΐας, που συχνά την κακοποιούσε σωματικά και ψυχικά.
Η ζωή της από εκεί και έπειτα ήταν μια διαρκής αναχώρηση και επιστροφή, από τη ζωγραφική στη φωτογραφία και το αντίστροφο. Κυριαρχούσε σε όλα ο δρόμος που λάτρευε, η ελευθερία. Τρία χρόνια προτού πεθάνει, όμως, είχε δηλώσει απογοητευμένη: «Ο δρόμος έχει αλλάξει τόσο πολύ, δεν νομίζεις; Είναι πιο υπερβολικός... αλλά ταυτόχρονα δεν προκαλεί ενδιαφέρον πια, είναι μπανάλ…»