«Η τελευταία μέρα (Γιώργος Σεφέρης)» του Πέτρου Γκάτζια
...φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: «Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» είπε κάποιος...
Επικαλούμαι τα λόγια του ποιητή, από το ομότιτλο ποίημα, για να ξεκινήσω την αφήγηση της ιστορίας ή μάλλον καλύτερα του περιστατικού, το οποίο άκουγα από μικρό παιδί, σαν παραμύθι. Η περιγραφή της εικόνας του Σεφέρη να εμφανίζεται έκπληκτος, στο κατώφλι του σπιτιού του, στις 24 Οκτωβρίου 1963, τέσσερις ημέρες πριν από την εθνική επέτειο.
Μόλις είχε προσφέρει στη χώρα του μια εθνική ανάταση, μια περηφάνια που σε λίγο θα φούσκωνε τα στήθη πολλών, άσχετα αν μέχρι τότε κάποιοι απ’ αυτούς τον απαξιούσαν. Εκείνη όμως τη δεδομένη στιγμή, λίγοι γνώριζαν για τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ακόμη και ο ίδιος ο Σεφέρης δεν είχε πολλές ώρες που το είχε μάθει, από ένα λιτό τηλεγράφημα το οποίο του είχε αποστείλει ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας.
Ο πατέρας μου (Ευάγγελος-Αναστάσιος) τότε συνεργαζόταν με ένα μικρό σουηδικό πρακτορείο ειδήσεων, το οποίο τον ενημέρωσε για τη βράβευση και του ζήτησε να πάρει μια μικρή συνέντευξη από τον ποιητή. Έφτασε μάλιστα τόσο γρήγορα στο σπίτι της οδού Άγρας, που ο Σεφέρης είχε απορήσει από πού το είχε μάθει.
Θυμάμαι τον πατέρα μου να μου λέει πόσο θερμά τον υποδέχτηκε η σύζυγος του ποιητή, η Μαρώ, και πως σε λίγο φάνηκε και ο ίδιος. Τον θυμάμαι να μου περιγράφει το πόσο φιλικός ήταν και πόσο υπάκουος στις οδηγίες του φωτογράφου για τις πόζες, κυρίως διαβάζοντας ένα βιβλίο.
Απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις που ήθελε το μικρό σουηδικό πρακτορείο και ευχαρίστησε ευγενικά. Ο πατέρας μου τελείωσε τον καφέ που του είχαν προσφέρει, γνωρίζοντας ότι σε λίγο θα ακολουθούσε ένα λεφούσι δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ, και εκείνος αμήχανος θα μοίραζε δηλώσεις και χαμόγελα.
Αποχώρησε διακριτικά για να στείλει το κομμάτι με τη συνέντευξη στη Σουηδία – άλλωστε, τότε κάτι τέτοιο ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Ήταν και οι φωτογραφίες που έπρεπε να εμφανιστούν και να σταλούν μέσω του ΟΤΕ, οι λεγόμενες ραδιοφωτογραφίες. Πράγματα απίστευτα για σήμερα.
Η τελευταία μέρα για τον Σεφέρη. Η σημαντική μέρα. Μια μέρα που τελειώνουν και ταυτοχρόνως αρχίζουν όλα.
Γιατί τα θυμάμαι τώρα όλα αυτά; Ίσως επειδή άκουσα ξανά, πρόσφατα, το ηχητικό ντοκουμέντο από τη δεξίωση στο σπίτι του ποιητή το ίδιο βράδυ. Οι συνεντεύξεις που πήρε το γαλλικό συνεργείο τόσο από τον ίδιο όσο και από τους στενούς φίλους του: τον Θεοτοκά, τον Τερζάκη, τον Κατσίμπαλη. Οι ήχοι εκείνης της νύχτας μού έφεραν ασυναίσθητα στη θύμηση το τι είχε προηγηθεί και με οδήγησαν σε αυτή την αφήγηση για έναν Έλληνα ποιητή.
«Χαίρομαι που πέρασαν αυτές οι μέρες και για το αίσιο τέλος τους...» ακούγεται η Μαρώ να λέει για την αγωνία του Σεφέρη, όλον αυτό τον καιρό που είχε προηγηθεί, και την ανακούφιση.
Θυμάμαι τον πατέρα μου, χρόνια αργότερα, να λέει εντυπωσιασμένος ότι το πρόσωπο του ποιητή έλαμπε – και έπειτα η ανάμνηση αυτή σβήνει...