fbpx
Αλέξανδρος Μηλιάς: «Κλαγγή των όπλων»

Αλέξανδρος Μηλιάς: «Κλαγγή των όπλων»

«Ό,τι αγαπώ μ’ εγκαταλείπει»

Με προμετωπίδα από τον Έζρα Πάουντ (σε μετάφραση: «Αν πέσω, είπε η Μπιάνκα Καπέλλο, δεν θα πέσω στα γόνατα»), ο Αλέξανδρος Μηλιάς δείχνει με τη νέα ποιητική του συλλογή με τίτλο Κλαγγή των όπλων (Πατάκης, 2023) τον απόηχο των βιωμάτων μας, κυρίως τις ανύποπτες εικόνες που αναφύονται συχνά από τη χοάνη του παρελθόντος και μας διαποτίζουν με μια αδιόρατη θλίψη, μνήμες αγαπημένων, μνήμες θανάτου, μνήμες ερωτικές.

Αυτή είναι, έτσι κι αλλιώς, η ειδοποιός διαφορά του ποιητή από τον κοινό θνητό, το ότι μπορεί να τις αισθητοποιεί με τον δικό του μοναδικό τρόπο και, παράλληλα, να οδηγεί τον αναγνώστη στα δικά του, συχνά αδιερεύνητα, ψυχικά τοπία και κρυμμένες ευαισθησίες. Κι αυτό το πετυχαίνει ο ποιητής τόσο με την ευρεία λογοτεχνική (και όχι μόνο) παιδεία που διαθέτει, όπως δείχνει το πλήθος των διακειμένων από την Αγία Γραφή, τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Πετράρχη, τον Δάντη, τον Μπάρτον, τον Σαίξπηρ, τον Ρονσάρ, τον Μποντλέρ, τον Ρεμπό, τον Πάουντ, τον Γέιτς, τον Προυστ, τον Λεοντάρη κ.ά.), τα οποία ενσωματώνονται αρμονικά στους στίχους του, όσο και με την πλούσια και βαθιά ποιητική του ευαισθησία.

Βαρύνουσα σημασία στη νοηματοδότηση των ποιημάτων του προσδίδουν τα ψυχαναλυτικά σύμβολα που δανείζεται ο ποιητής από την ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία, όπως είναι η Κίρκη και ο Οδυσσέας, καθώς και επαναλαμβανόμενα μοτίβα του, η λίμνη, το νερό, η νύχτα, το σκοτάδι, η λάσπη, το αίμα, αλλά και αρχέγονες μορφές, όπως η μητέρα, ο πατέρας, η γιαγιά. Μέσω του δυναμικού πολυφωνικού του λόγου και των καθηλωτικών εικόνων του, ο Μηλιάς θρυμματίζει και οπτικοποιεί στα δεκαεννιά ποιήματα της συλλογής σκέψεις και συναισθήματα που άφησαν βαθύ αποτύπωμα στον ψυχισμό του:

Θυμήσου τα μάτια μου, μαρμαρωμένος το άνοιγμα πώς κοίταγες, τα βγαλμένα της γης σπλάχνα./ Με δέχθηκαν. όπως παραμέριζαν κάτω απ’ τα πέλματά σου οι κόκκοι της άμμου// στον παράδεισο του καλοκαιριού. Θυμάσαι τη λύπη του μεσημεριού, όταν μονάχα τα τζιτζίκια/ μιλούσαν, κι ήμασταν αφημένοι στον ύπνο, και τα χνότα μας μύριζαν καρπούζι;/ Αλήθεια είναι, ξεχασμένη χρόνια η φωνή σου, τίποτα πια δεν ζει. (σ. 9)

Με γραφή νεωτερική, συνειρμική, και ύφος μεικτό, αφηγηματικό και δραματικό, συνομιλώντας χαμηλόφωνα με τον εαυτό του σε β’ ρηματικό πρόσωπο, ο ποιητής ανιχνεύει μελαγχολικά τα «φαντάσματα που κουβαλά μέσα του»:

Τα φαντάσματα σε υγρό κύκλο χορεύουν. Πού είναι;/ Μήπως ξέρεις, μήπως ξέρεις εσύ; (σ. 37)

Όλη η συλλογή μπορεί να διαβαστεί σαν μια σπονδή στη μνήμη (ή μάλλον στη λήθη) και στον θάνατο, όχι με την υπερβατική του έννοια αλλά με την απτή, οδυνηρή του μορφή.

Είναι ένας αυτοαναφορικός ποιητικός μονόλογος προσωπικός, εξομολογητικός, μια εναγώνια «κραυγή» για όσα απουσιάζουν («ό,τι αγαπώ μ’ εγκαταλείπει»), η οποία διαπλέκεται με την αγωνία της έκφρασης. Είναι άραγε η μάγισσα Κίρκη στα ποιήματα της συλλογής (του Ομήρου ή του Πάουντ, δεν έχει σημασία) σύμβολο της Ποίησης, που μεταμορφώνει με τη γοητεία της τα θύματά της σε χοίρους (ένα ακόμα σύμβολο του ποιητή); Ίσως. Πάντως, ο ποιητής παραδίδεται συνειδητά στη γοητεία της και είναι διατεθειμένος για χάρη της να «ματώσει» έως θανάτου, αλλά και πέρα από τον θάνατο:

Ακόμα/ κι αν η ζωή τα λευκά οστά παγώσει,/ ακόμα κι αν βρεθώ σαν τον Ronsard σκελετωμένος (décharné, dénervé, démusclé, dépulpé)/ ακόμα κι αν πνιγούν στο χοιροστάσιο και ματώνουν/ οι λέξεις στα λασπόνερα, Κίρκη,// θα με αγαπάς;/ Ναι, μου είπε, θα το κάνω.// Τη φίλησα με δύναμη στο στόμα, εκείνη/ δαγκώνοντας τη γλώσσα της με τάισε αίμα// και σαν υγρό τριαντάφυλλο στο σώμα,/ στο σώμα μου κυλούσε και παραμιλούσε. (σ. 17)

Το πάθος αυτό, ωστόσο, δεν είναι ανώδυνο, γι’ αυτό κι ο ποιητής εύχεται στην προμετωπίδα του από τον Κίρκεγκαρντ στο ποίημα «Στο δρόμο για το Amager» (αφιερωμένο στη μνήμη του Βύρωνα Λεοντάρη): «Καλύτερα χοιροβοσκός στο Amagerbo […] παρά ποιητής»: Θα ξεχνάς να γράψεις, θα ξεχνάς να διαβάσεις,/ θα ξεχνάς να γράψεις και να διαβάσεις·/ ακόμα και να μιλήσεις θα ξεχνάς. […]// Όταν πλησιάζει το τέλος θα είσαι ένας από μας./ Those are pearls that were his eyes. Those are pearls that were his eyes. (σ. 19)

Ο στίχος Θα ξεχνάς να γράψεις, θα ξεχνάς να διαβάσεις επαναλαμβάνεται αρκετές φορές στο ποίημα, σε ποικίλες εκδοχές, μια τεχνική του Μηλιά που προσδίδει δραματική ένταση στα ποιήματά του. Αποκαλύπτει τη διπλή αγωνία του, του θανάτου και της γραφής, που τον κατατρύχει σε όλη τη συλλογή. Ο θάνατος δεσπόζει, άλλωστε, στα ποιήματα, όπως αναδεικνύεται από τον πλούτο των αναφορών σ’ αυτόν, καθώς και των υπόρρητων συμβολισμών: Κίρκη, Άδης, λευκά οστά, λασπωμένο χώμα, λίμνη, νούφαρα, ρόδα κ.ά.

Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, το γλυπτό του Κονσταντίν Μπρανκούζι που κοσμεί το μαύρο εξώφυλλο του βιβλίου, ένα κομμένο κεφάλι μούσας που κοιμάται (ή ίσως είναι νεκρή). Η εικαστική απεικόνισή της συνδέεται στενά με το συναισθηματικό κλίμα της συλλογής, που είναι «ονειρικό», με τη φροϊδική ή καφκική σημασία, μια ελεύθερη συναρμογή σκέψεων και εικόνων που φαίνονται σαν να παρελαύνουν μπροστά στο σβησμένο φως κεριών, μια Νέκυια. Ο ποιητής, σαν άλλος Οδυσσέας, με τις οδηγίες της Κίρκης-Ποίησης, κατεβαίνει στον Άδη της μνήμης, για να αναζητήσει τους νεκρούς του και να τους προσφέρει χοές από αίμα, να πιουν, να θυμηθούν και να τον αγκαλιάσουν. Ανάμεσα στους αγαπημένους νεκρούς και η μορφή της γιαγιάς στο αριστουργηματικό ποίημα «Στη ζυγαριά που θα μετρά όλων μας το βάρος»:

Στα δωμάτια του παλιού σπιτιού,/ στην σάλα με τις φωτογραφίες και τα κεντημένα σεντόνια,/ τα σερβίτσια, τα μισογεμάτα μπουκάλια, τις κούκλες/ που μάζευε η γιαγιά, επί σειρά ετών, σ’ αυτόν τον αιώνιο χώρο/ – θα φιλοξενούσε και την ίδια για τελευταία φορά, με το φέρετρο/ στην τραπεζαρία ακουμπισμένο πάνω, με το φως των κεριών σβησμένο,/ πριν ξεκινήσουμε για τη σκαμμένη γη –/ στο κρεβάτι, στις μάλλινες κουβέρτες με τις υφασμένες μορφές/ των λύκων και των ελαφιών,/ όπου μέσα τους παίζαμε τον «χιονιά», σκεπασμένοι/ με του πατέρα το δυνατό, όπως πίστευα, σώμα και της καρδιάς τον παλμό,/ στη μυρωδιά απ’ το τηγανισμένο ζυμάρι,/ στον ήχο από το λάδι και τους χτύπους του ρολογιού, […] επιστρέφω συχνά […] (σ. 33)

Αλλά και όλη η συλλογή μπορεί να διαβαστεί σαν μια σπονδή στη μνήμη (ή μάλλον στη λήθη) και στον θάνατο, όχι με την υπερβατική του έννοια αλλά με την απτή, οδυνηρή του μορφή. Είναι ένας πόλεμος στον οποίο η «κλαγγή των όπλων» αναγγέλλει την αντίσταση του ποιητή στα ενδότερα φαντάσματά του, αξιοποιώντας την κοφτερή γραφή του και τη «λάμα των λέξεών» του, τις οποίες προτάσσει «σαν ξιφολόγχη», καθώς και τις υποβλητικές εικόνες του, τους ήχους των τζιτζικιών και της τζαζ, τις μυρωδιές των παιδικών του χρόνων, το χάδι από χέρια που τον αγάπησαν, όλες, δηλαδή, τις αισθήσεις του, γήινες και χωμάτινες. Ανοίγει δρόμο, έτσι, μέσα στο σκοτάδι κι αφήνει να αναδυθούν στο φως, σαν πεταλούδες, τα ποιήματά του και να πετάξουν πάνω απ’ τα σκιερά βαλτόνερα και τις «λίμνες της λύπης» του.

 

Κλαγγή των όπλων
Αλέξανδρος Μηλιάς
Εκδόσεις Πατάκη
σ. 64
ISBN: 978-618-07-0485-3
Τιμή: 8,80€
001 patakis eshop


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Στάθης Κουτσούνης: «Ρόδο σε καθρέφτη»

Το πρώτο πράγμα (ανάμεσα σε πολλά άλλα) που συναντά κανείς στη δημιουργική φιλοσοφία των ποιητικών πονημάτων του ώριμου πια Στάθη Κουτσούνη είναι η ερωτική διάθεση, η οποία, διάχυτη παντού, σκεπάζει με τρόπο θα...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.