fbpx
«Το αστυνομικό μυθιστόρημα την εποχή της κρίσης» του Φίλιππου Φιλίππου

«Το αστυνομικό μυθιστόρημα την εποχή της κρίσης» του Φίλιππου Φιλίππου

Η αστυνομική λογοτεχνία έχει αλλάξει κατά πολύ από τα χρόνια της ακμής της στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, δηλαδή τις δεκαετίες του 1930, 1940, 1950 και 1960. Σήμερα δεν αρκείται στα μυστήρια κάθε λογής, στα εγκλήματα που απαιτούν εξιχνίαση ή στην παράθεση πορτρέτων κακοποιών που συμμετέχουν σε συμμορίες και απεργάζονται το Κακό σε βάρος των φιλήσυχων πολιτών. Η σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία κάνει επισημάνσεις σχετικά με την κοινωνία, καταγράφει και δημοσιοποιεί τα κοινωνικά προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο. Δεν τα αποκαλύπτει όμως διότι δεν κάνει ρεπορτάζ, κάτι που είναι δουλειά του Τύπου. Τα διερευνά απλώς και επιχειρεί να μπει στη λογική τους και, κατά κάποιον τρόπο, να τα ερμηνεύσει.

Η λογοτεχνία και ο Τύπος είναι πράγματα διαφορετικά. H πρώτη βαδίζει παράλληλα με τον δεύτερο, ενώ τον αξιοποιεί αντλώντας από αυτόν πληροφορίες. Μέσα στην οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα η συμβολή της είναι και σημαντικότερη, καθώς η δύσκολη πραγματικότητα –το εφήμερο κι αυτό το οποίο μοιάζει προσωρινό–, δίνει το στίγμα της εποχής. Στην ουσία, οι αστυνομικοί συγγραφείς στην πλειονότητά τους χρησιμοποιούν την αστυνομική ίντριγκα ως όχημα, ή ως πρόσχημα, για να μιλήσουν για τα φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας, έστω κι αν ορισμένοι κριτικοί αυτό το θεωρούν αρνητικό. Συχνά, προβαίνουν σε λογοτεχνικές παρεμβάσεις με διηγήματα που δημοσιεύονται στον Τύπο, εκφράζοντας ιδέες σε μια εποχή κρίσης των ιδεολογιών και βεβαίως σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία.

Οι ιστορίες των Ελλήνων αστυνομικών συγγραφέων συνδέονται με την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και όσα συμβαίνουν στη Βαλκανική χερσόνησο και την Ευρώπη. Για παράδειγμα, η κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων δημιούργησε ένα κύμα οικονομικών προσφύγων προς την Ελλάδα, κάτι που έχει συμβάλει στην αύξηση της εγχώριας εγκληματικότητας. Στα αστυνομικά μυθιστορήματά μου, πάντως, δεν μιλάω μόνο για το κοινό έγκλημα, αυτό που αποκαλείται έγκλημα συμφέροντος, αλλά κυρίως για τα εγκλήματα πάθους. Οι ήρωές μου μπλέκουν σε ερωτικές περιπέτειες που αλλάζουν την ψυχοσύνθεσή τους και τους οδηγούν στην υπέρβαση του εαυτού τους. Αυτό που κάνω ως συγγραφέας είναι να καταγράφω ανθρώπινες και κοινωνικές συμπεριφορές, να μιλάω για το κλίμα όπου καλλιεργείται η παραβατικότητα. Το μυστήριο βεβαίως δεν είναι αυτοσκοπός, είναι το εργαλείο με το οποίο επιτυγχάνεται ο ερεθισμός του αναγνώστη, το μέσο που τον ωθεί να παρακολουθήσει τα δρώμενα. Αυτό που φαίνεται ως σύζευξη του μυστηρίου με την κοινωνική ανάλυση δεν υπάρχει στο δικό μου έργο, είναι απλώς το αποτέλεσμα, ο καρπός της προσπάθειάς μου να ταιριάξω τη λογοτεχνία με ένα είδος κοινωνικής εξέτασης.

Η κυβέρνηση και οι υπουργοί που την αποτελούν, οι βουλευτές που νομοθετούν, οι δικαστές που δικάζουν και οι αστυνομικοί που έχουν ως καθήκον την τήρηση της τάξης, εκτός από εκείνους που ερευνούν μιαν υπόθεση, δεν εμπλέκονται στην πλοκή των ιστοριών μου. Αυτό γίνεται συνειδητά. Η βασική μου επιδίωξη είναι να σκιαγραφήσω την ελληνική κοινωνία και να μιλήσω για ανθρώπους και επαγγέλματα που γνωρίζω καλά, ώστε να τα περιγράψω με κάθε δυνατή ακρίβεια. Η πολιτική εξουσία από τη φύση της είναι υπεροπτική και καταπιεστική, οπότε ως πολίτης είμαι τοποθετημένος απέναντί της. Στα βιβλία μου όμως δεν καταφέρομαι εναντίον των εκπροσώπων της εξουσίας, απλώς τους δείχνω κάθε φορά που τους θεωρώ ένοχους για κάτι. Για παράδειγμα, αυτοί οι εκπρόσωποι είναι υπεύθυνοι για την παρούσα κρίση, αυτοί τη δημιούργησαν: οι συγκεκριμένοι πολιτικοί διαχειρίζονταν τις τύχες της χώρας τα τελευταία 40 χρόνια.

Οι αστυνομικοί συγγραφείς στην πλειονότητά τους χρησιμοποιούν την αστυνομική ίντριγκα ως όχημα, ή ως πρόσχημα, για να μιλήσουν για τα φλέγοντα θέματα της επικαιρότητας.

Οι Έλληνες αστυνομικοί συγγραφείς δεν ενδιαφέρονται μόνο για την αστυνομική ίντριγκα που κρύβεται σ’ ένα έγκλημα, για το μυστήριο και το αίνιγμα, αλλά κάνουν επισημάνσεις πάνω σε επίκαιρα θέματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως οι μετανάστες, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η μοναξιά των κατοίκων της πόλης, οι δύσκολες οικογενειακές σχέσεις, η πολιτική βία, η διαπλοκή πολιτικών-επιχειρηματιών, η εγχώρια και η εισαγόμενη τρομοκρατία, το Μνημόνιο, οι ιδιωτικοποιήσεις, το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών, τα παράνομα στοιχήματα και οι ύποπτες συναλλαγές στο διαδίκτυο, η διασπάθιση δημόσιου χρήματος.

Οι ιστορίες τους ανήκουν σε όλα σχεδόν τα αστυνομικά υποείδη, γράφουν ορθόδοξο μυθιστόρημα (αγγλικού τύπου), σκληρά αφηγήματα (αμερικανικού τύπου), πολιτικό θρίλερ, νουάρ, campus novel, μαθηματικό μυθιστόρημα. Μερικοί, κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι αρνητικό, επηρεασμένοι από το «σκανδιναβικό μυθιστόρημα» που καλλιεργείται κυρίως στη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Φινλανδία, τη Δανία και την Ισλανδία, γράφουν ιστορίες με πολύ αίμα, πολλή βία και πολλά τεχνάσματα στα όρια της υπερβολής για να γοητεύσουν τους αναγνώστες.

Το αστυνομικό αφήγημα μπορεί να διερευνήσει τα κοινωνικά αίτια, αλλά και τα ψυχολογικά, που εκτρέφουν την παραβατικότητα και το έγκλημα. Το σημερινό ευρωπαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα στηρίζεται στο έργο του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ (1942-1995), ο οποίος είχε την άποψη πως, μέσω του αστυνομικού αφηγήματος, περιγράφεται κοινωνικά και ιστορικά ο νόμος και η τάξη σε μια δεδομένη χρονική και ιστορική στιγμή. Ο ίδιος θεωρούσε πως η αστυνομική λογοτεχνία βοηθάει να καταδειχθεί η διαφθορά της αστυνομίας και οι αιτίες που οδηγούν τους ανθρώπους στο έγκλημα.

Η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία εντάσσεται στο ρεύμα που ήρθε από την Ευρώπη μέσω των βιβλίων του Μανσέτ και του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, αυτό που αργότερα επονομάστηκε «μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα». Θεωρώ πως το αστυνομικό αφήγημα διατυπώνει λογοτεχνικά σκέψεις πάνω σε θέματα που μαστίζουν την κοινωνία. Η λεγόμενη σοβαρή λογοτεχνία αντιλαμβάνεται το πρόβλημα, μα συνήθως για λόγους σοβαρότητας το παρακάμπτει, ώστε να μην κατηγορηθεί για ελαφρότητα ή για λαϊκισμό, αφήνοντας έτσι τους αστυνομικούς συγγραφείς να αλωνίζουν ανεξέλεγκτοι.

Δεν νοείται σύγχρονος αστυνομικός συγγραφέας που να μη χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη την πραγματικότητα, η οποία αναμφίβολα επιδρά στις σκέψεις και στη συμπεριφορά των ηρώων. Πιστός στην παραπάνω θεωρία, επιχείρησα να την εφαρμόσω και στην πράξη. Στο αστυνομικό μου αφήγημα, τη νουβέλα Η κόρη του εφοπλιστή (2013), υπάρχουν διάχυτες οι συνέπειες της κρίσης στην κοινωνία, η οποία προερχόταν από την εφαρμογή των ποικίλων μνημονίων που επιβλήθηκαν στη χώρα από τους Ευρωπαίους εταίρους της. Η ανεργία, η φυγή ανθρώπων στο εξωτερικό για αναζήτηση εργασίας, αλλά και η θλίψη των κατοίκων της Αθήνας ως αποτέλεσμα της κρίσης αποτυπώνονται με διαυγή τρόπο. Σε αυτό, μιλάω για τη διαπλοκή της οικονομικής με την πολιτική εξουσία, αναφέροντας βίαιους ανθρώπους που συνδέονται με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, καθώς και για ακροδεξιές ιδεολογίες.

Αν η λογοτεχνία γενικότερα έχει σοβαρούς λόγους ν’ ασχολείται με τη σημερινή πραγματικότητα της κρίσης, η αστυνομική λογοτεχνία έχει μερικούς λόγους παραπάνω να το πράξει, αφού από τη φύση της είναι αναγκασμένη να μιλήσει για την παραβατικότητα.

Ανεξάρτητα από το λογοτεχνικό είδος στο οποίο ανήκει, το σημερινό μυθιστόρημα, το σύγχρονο, δεν μπορεί παρά να μιλήσει για την ελληνική κοινωνία, η οποία βίωσε μια πρωτοφανή, από το 2010 έως πρόσφατα, οικονομική κρίση. Ταυτόχρονα, η κρίση αυτή μετατρέπεται σε κοινωνική: αρρωσταίνει την κοινωνία, τη φθείρει βαθμιαία, τη διαλύει και κατατρώει τα κύτταρά της σαν καρκίνος. Είδαμε πως η οικονομική κρίση μετεξελίχθηκε σε πολιτική, αφού τα λεγόμενα συστημικά κόμματα έπαθαν φθορές και ζημιές. Είδαμε τους οπαδούς τους να τα εγκαταλείπουν και να κατευθύνοντα σε άλλα κόμματα, μικρού μεγέθους. Μάλιστα, ένα μέρος τους άρχισε να πυκνώνει τις γραμμές των νεοναζί, οι οποίοι πριν από την κρίση αποτελούσαν μια ανάξια λόγου μειοψηφία που μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως γραφική. Το μυθιστόρημα, λοιπόν, κάτω από την πίεση των συνθηκών, προσπαθεί να αποτυπώσει την κρίση που ενέσκηψε και το πράττει με μικρή ή μεγαλύτερη επιτυχία.

Αν η λογοτεχνία γενικότερα έχει σοβαρούς λόγους ν’ ασχολείται με τη σημερινή πραγματικότητα της κρίσης, η αστυνομική λογοτεχνία έχει μερικούς λόγους παραπάνω να το πράξει, αφού από τη φύση της είναι αναγκασμένη να μιλήσει για την παραβατικότητα. Επομένως, όταν η παραβατικότητα αυξάνει και γίνεται μάστιγα, η αστυνομική λογοτεχνία δεν μπορεί παρά να την αποτυπώσει, τραβώντας τη μέχρι τα άκρα, μέχρι τα έσχατα όριά της.

Το πρώτο μνημόνιο, αλλά και τα επόμενα, επέφερε αλλαγές στην κοινωνία, όπως και στη θεώρηση της κοινωνίας. Οι αστυνομικοί συγγραφείς, οι οποίοι είχαν ανέκαθεν συνειδητοποιήσει πως οφείλουν να δίνουν σημασία στα κοινωνικά προβλήματα, παρά στα αινίγματα με θέμα τα ποικίλα εγκλήματα, ένιωσαν στο πετσί τους τις συνέπειες της κρίσης σε όλη τη διάρκειά της. Ένα τέτοιο πρόβλημα αποτελούσε η οργάνωση Χρυσή Αυγή, η οποία πριν από το Μνημόνιο ήταν μια μικρή ακροδεξιά ομάδα που δεν απασχολούσε ούτε τους πολίτες ούτε τον Τύπο. Οι δύο συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις την ανέδειξαν ως ανερχόμενη δύναμη και σήμερα, παρά τη φυλάκιση της ηγεσίας της, ασκεί μεγάλη επιρροή στο εκλογικό σώμα. Ήδη ένας από τους φυλακισμένους ηγέτες της επιχείρησε να δημιουργήσει καινούργιο ομοειδές κόμμα, αλλά αντιμετώπισε την άρνηση της Πολιτείας να του το επιτρέψει.

Χρόνια νωρίτερα, το 2011, ένας νέος αστυνομικός συγγραφέας, ο Γιάννης Ράγκος, μίλησε για τη δράση (και τις δολοφονίες μαύρων μεταναστών που διέπραξε) μιας παρόμοιας οργάνωσης στο διήγημά του «Μαύρο κρέας», που περιλαμβάνεται στον τόνο διηγημάτων Ελληνικά εγκλήματα 4. Σε τέτοια οργάνωση που παραπέμπει ευθέως στη Χρυσή Αυγή αναφερόταν και το μυθιστόρημα Μαύρη Αυγή του ψευδώνυμου συγγραφέα Θάνου Δραγούμη, που εκδόθηκε το 2013. Άρα η αστυνομική λογοτεχνία προηγείται της άλλης λογοτεχνίας στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Νομίζω πως, εντέλει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η αστυνομική λογοτεχνία ανθεί στον 21ο αιώνα, όπως ανθούσε και στη διάρκεια του 20ού. Σήμερα βλέπουμε να θριαμβεύει ανά τον κόσμο, κάτι που οφείλεται στο ότι έχει πάρει τη θέση της κοινωνικής λογοτεχνίας, η οποία έχει πλέον ατονήσει ή μάλλον είναι ανύπαρκτη. Αναφορικά τώρα με την ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, η πορεία της μέχρι τις μέρες μας καταγράφεται στη μελέτη μου Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας (2018). Αυτή η πορεία θα συνεχιστεί βεβαίως και στο μέλλον, που είναι άδηλο και άγνωστο.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η ελληνική γλώσσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Ο ρόλος της εκπαίδευσης» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη

Παγκοσμιοποίηση και κριτική σκέψη Η παγκοσμιοποίηση (αγγλ. globalization, νεολογισμός του 1961, γαλλ. globalisation, 1968) ως όρος της πολιτικής αναφέρεται στο πολυδιάστατο σύνολο κοινωνικών διεργασιών μέσω των οποίων...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Για “Τα γενέθλια” της Ζωρζ Σαρή: Μικρή βιωματική ανάγνωση» της Εριφύλης Μαρωνίτη

Αν ζούσε εκείνος –ο νονός, ο μπαμπάς– θα έκλεινε φέτος τον Απρίλη τα 95. Η Άννα, η βαφτισιμιά, θα γινόταν 65. Στη ζωή και στο βιβλίο. Το νήμα, ωστόσο, των κοινών γενεθλίων στις 22 Απριλίου των...

ΑΠΟΨΕΙΣ
«Η “εφαρμοσμένη” διαλεκτική επιστήμης και “ποίησης” στο έργο του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Για τον γλωσσολόγο ως φορέα επιστημονικού λόγου με αντικείμενο τη γλώσσα, εν αρχή ην ο Λόγος. Αν αναρωτηθούμε πότε και με ποια κυρίαρχη συνθήκη γεννιέται συνειδητά το ανθρώπινο πλάσμα, η απάντηση...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.